Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ερωτικό κάλεσμα

Ερωτικό κάλεσμα

Δημιουργός: Άγγελος Αραβαντινός

Καλησπέρα σε όλα τα παιδιά!!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ήταν μουντό και μελαγχολικό το απόγευμα. Ο ήλιος έχοντας ροκανίσει το μεγαλύτερο μέρος από το ημερήσιο ταξίδι του, φώτιζε μερικά σκόρπια σύννεφα που είχαν συναθροιστεί στον ορίζοντα και τους έδινε ένα χρώμα πορφυρό.
Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά με τη λαχτάρα να σιγοκαίει μέσα μου. Έφτασα στη Βιβλιοθήκη κι άνοιξα αθόρυβα την πόρτα πιστεύοντας σίγουρα ότι εκείνη βρισκόταν μέσα. Πράγματι, ήταν εκεί, στο ίδιο τραπέζι κατά τη γνωστή της συνήθεια. Βρήκα ένα άδειο κάθισμα ακριβώς απέναντί της. Κάποιες ξεχασμένες ηλιαχτίδες βρήκαν δρόμο ανάμεσα στα σύννεφα και στις φυλλωσιές, δρασκέλισαν το παράθυρο κι έστησαν ένα μικρό χορό στα κατάξανθα μαλλιά της. Σαν με αντίκρισε, από αμηχανία η αριστερή γωνιά των χειλιών της ταράχτηκε ξαφνικά. Για άλλη μια φορά αρκεστήκαμε μόνο σε μια φευγαλέα συνάντηση των ματιών μας. Το πέπλο της ντροπής και της διστακτικότητας δεν έχω καταφέρει ακόμη να το ξεφορτωθώ. Την επόμενη στιγμή βουτήξαμε κι οι δυο σε μια λίμνη από γράμματα κι αριθμούς… Όμως δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Οι παράγωγοι μετασχηματίστηκαν σε ερωτικά φιλιά και τα ολοκληρώματα σε τρυφερά χάδια, σε κάποιο μακρινό φεγγαρόλουστο ακρογιάλι.
Η ώρα πέρναγε κι εγώ δεν χόρταινα να κοιτάζω τη θεϊκή λάμψη του προσώπου της που άναβε τον πυρσό της καρδιάς μου.
Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρις ότου η κοπέλα από τη Νάξο αποφάσισε ότι ήταν πια αργά κι έπρεπε να φύγει να πάει σπίτι της. Άλλη μια γρήγορη ματιά· η πόρτα της Βιβλιοθήκης έκλεισε αφήνοντάς με να σκέφτομαι και να οργίζομαι γιατί άφησα να περάσει άλλη μια μέρα χαμένη. Ύστερα από λίγο εγκατέλειψα την αίθουσα και γύρισα στη φοιτητική στέγη. Δεν είχα καμία όρεξη. Τα λουλούδια στο βάζο φάνηκαν νεκρά. Από τα νεύρα μου τα πέταξα έξω στο μπαλκόνι. Ξάπλωσα στον καναπέ. Η «Τρίτη Ανθολογία» του Σπανού με συντρόφεψε τα επόμενα λεπτά. Έκλεισα τα μάτια και σιγοτραγούδησα: «Σπασμένο καράβι, να ’μαι πέρα βαθιά έτσι να ’μαι με δίχως κατάρτια, με δίχως πανιά να κοιμάμαι. Να ’ναι η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά…» Μ’ έπιασε μεγάλη μελαγχολία.

* * *

Σάββατο πρωί. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έφτιαξα καφέ και βγήκα να τον απολαύσω στη βεράντα. Η διάθεσή μου είχε αλλάξει. Έκανα ένα ντους, ντύθηκα και κατέβηκα με κέφι για μια μικρή βόλτα.
Τα βήματά μου αντηχούσαν παράξενα στον γεμάτο από κόσμο πεζόδρομο. Κάποιοι αφρικανοί, πλανόδιοι μικροπωλητές, αντάλλασσαν την πραμάτεια τους με όνειρα, με παιδικές φαντασίες πέρα μακριά στη μαύρη ήπειρο, στη δική τους γη.
Διασχίζοντας την Αγορά, την είδα άξαφνα σε μιαν άκρη, πλάι σ’ ένα δέντρο. Στεκόταν εκεί, σαν να περίμενε κάποιον. Πόσο θα ’θελα να περιμένει εμένα!
Ήταν όμορφη, χαμογελαστή. Τα μάτια της, πολύτιμα πετράδια που μου άγγιζαν την ψυχή. Ένοιωσα κεραυνοβολημένος και η καρδιά μου φλογίστηκε από έρωτα. Το λάδι τροφοδοτούσε τώρα με περισσότερη ορμή την θρυαλλίδα που έκαιγε στα σωθικά μου, κάνοντας το λυχνάρι να φεγγοβολά έντονα, διώχνοντας την κάθε μου θλίψη. Η ζωή με καλούσε κι εγώ δεν μπορούσα πια να την αρνηθώ. Η ψυχή μου λευτερώθηκε από την άγρια δίνη που είχε περιπέσει και την ίδια στιγμή ένοιωσα ανάλαφρος.
«Καλημέρα!» της είπα, ενώ μέσα μου δυο ατίθασοι άνεμοι πάλευαν σαν θεριά.
«Καλημέρα!» μου αποκρίθηκε με την υπέροχη μελωδική φωνή της.
«Ο δρόμος οδηγεί σε μια καφετέρια στην άκρη του πάρκου. Κατά κει πηγαίνω. Αλλά μια και συναντηθήκαμε, νομίζω ότι δεν είναι καλή ιδέα να πάω μοναχός μου. Τι λες; Έρχεσαι μαζί μου;» την ρώτησα, ενώ απόρησα πως κατάφερα να ξεπεράσω τόσο εύκολα τον κάβο… Όμορφα! Τώρα ελπίζω να μας προσμένει το ακρογιάλι!
«Ναι, το θέλω πολύ!» κι αυτή τη φορά τα χείλη της οδηγημένα από μια επιθυμία ακατανίκητη αργοσάλευαν σαν μεθυσμένη βαρκούλα στα κύματα του έρωτα.

* * *

Μήνες και μήνες περίμενα αυτό το κάλεσμα. Είχα πιστέψει ότι η ευτυχία με είχε ξεχάσει σε κάποιο εγκαταλελειμμένο σταθμό… Όμως όχι. Τώρα βρισκόταν εδώ, πλάι μου, μιλούσαμε, γελούσαμε, ώρες ατελείωτες! Είχα βυθιστεί στη δροσερή αγκαλιά της κι άγγιζα για πρώτη φορά τα ουράνια!
Την κοίταζα με μάτια που έσταζαν πόθο. Ήθελα να την γευτώ ολόκληρη. Η μελίρρυτη φωνή της, το άρωμα του κορμιού της, η ζεστασιά στα στήθη της, είχαν εξουσιάσει τη σκέψη μου.
«Θέλω να γίνω άνεμος και να σου ψιθυρίζω αυτά που νοιώθω!» της είπα χαϊδεύοντας τα ξέπλεκα μαλλιά της.
«Θέλω να γίνω πλεούμενο και ν’ αγκυροβολήσω στο Είναι σου όλες τις ελπίδες της ψυχής μου!»
«Πασχίζω να ακινητοποιήσω το χρόνο μα εκείνος καλπάζει ασυγκράτητα…»
«Δεν θα μπορέσει να ξεφύγει! Αργά ή γρήγορα θ’ αγγίξουμε γλυκά το πεταλούδισμά του!»
Φεύγοντας κρατήσαμε το όνειρο της ανοιξιάτικης ημέρας, αλλά και την προσμονή για μια νύχτα ερωτική!

* * * * *

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-12-2009