Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
πατρική άγια συμβουλή

πατρική άγια συμβουλή

Δημιουργός: anuya, Diogenees

βλέπε κάτω απο το ποίημα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][font=Sylfaen][color=navy]ξύπνησα το όνειρο λησμόνησα τα λόγια του άλλου κόσμου
θυμάμαι μόνο που είπες κάνε αυτό που σου είπα αλλιώς θα σκάσεις
τί ήταν εκείνο όμως δέν ήξερα που θά’σκαζα άν το αγνοούσα
άγνωστη η πατρική άγια συμβουλή δέν βρήκε το σκοπότης
το βέβαιο είναι ότι έχω σκάσει πιά και ξεσκασμό δέν έχω
και η συμβουλήσου που θα με έσωζε μου μένει άγνωστη ακόμη
τα βάζω με όλους όσους ζούν τα βάζω και με τον εαυτόμου
και με τους πεθαμένους τώρα καί με σένα θα τα βάλω
αφού τα λόγια απ’ το όνειρο έσβησαν μή φτάνοντας στη μνήμη
έπρεπε να με ορμήνευες ξανά απ’ το λάθος να γλυτώσω
το βέβαιο είναι ότι έχω σκάσει πιά και ξεσκασμό δέν έχω
και η συμβουλήσου που θα με έσωζε μου μένει άγνωστη ακόμη[/align]

[color=black]στ' αλήθεια η συμβουλή απο το όνειρο ξεχάστηκε, αλλα μόλις πρίν δυό τρείς μέρες έφερα στο νούμου τα ποιήματα του Λεόντιου Κυριάκοβ κ κατάλαβα: χουράι του στάρ κι στέρα τουν δαυτό'σ'!
προστάτεψε το σιτάρι κ ύστερα τον εαυτόσου! Άν είχα καταλάβει το νόημα αυτών των λόγων, θα είχα σώσει το σιτάρι, θα είχα σωθεί κ ο ίδιος. Ιδού τα ποιήματα, στη διάλεκτο των Ρωμιών του Σαρτανά, κοντά στη Μαριούπολη (στην απόδοση του κυριλλικού, Υ= ου, Β= μπ, Δ= ντ, μικρό τ = κι):

[align=center]ΑΤΙΡΝΆιΦΤΥ ΞΑΡΆΝ…
ΤΥΝ ΑΚΥΡβΌ-Μ ΤΥΝ ΤΆΤΑ ΧΑΡΉΖΥ τον ακριβό-μου τον τάτα χαρίζω
στον ακριβόμου τον πατέρα το χαρίζω[/align]
1.
ΚΑΛτΗΡΝΈςΥ ΜέΡΑ – καλοκαιρινέσιο μέρα
ΑΛΥΝΊ ΖΑΜΆΝ… αλωνίου ΖΑΜΑΝ
ΑΝ Τ ΑΜΆΚΣ, ΝΔΑ βΌιδΑ, εν τω αμάξι, εν τα βόδια
ΠΆΓΥΜ ΛΌΝ Τ ΑΛΆΝ. υπάγομε ελών το ΑΛΑΝ
καλοκαιρινή μέρα – αλωνιού καιρός… με το αμάξι, με τα βόδια, πάμε ίσια μέσα στην πεδιάδα.

ΈΣΥΣΑΜ ΣΤ ΑΖΆΝ-ΜΑΣ, έσωσαμε εις το ΑΖΑΝ-μας
ΉΛιΥΣ ΚΌΜΑ ΠΡΌΝ, ήλιος ακόμα πυρώνει
ΜΑΧΣΥΛΊ ΞΑΡΆΝιΑ – |ΜΑhΣΟΥΛ|ίου ΞΑΡΑΝια (|ΜΑhΣΟΥΛ|= παραγόμενο, προϊόν. εν προκειμένω: γέννημα, δημητριακά).
ΓΆΚΑ-Μ ΠιΆΝ ΦΥΡΤΌΝ. αγάκα-μου πιάνει φορτώνει
φτάσαμε στο χωράφιμας, ήλιος ακόμη πυρώνει, γεννήματος δεμάτια ο μεγάλος αδερφόςμου πιάνει φορτώνει.

ΓΆΛιΑ-ΓΆΛιΑ ΜΛΌΘΙΝ, αγάλια αγάλια μουλώθην
ΉΛιΥΣ-ΠΑ ΧΥΡΣΌ… ήλιος-πα χρυσό
ΚΗ ΚΡΗΜΉΝ ΣΚΥΤΝΊιΑ και κρεμήην σκοτεινία
Α Τ ΑΜΆΚΣ-ΜΑΣ ΜΣΌ. Α το αμάξι-μας μισό
σιγά σιγά κρύφτηκε και ο ήλιος ο χρυσός… και έπεσε σκοτεινιά, ενώ το αμάξιμας (ήταν ακόμη) μισό (=μισοφορτωμένο).

…ΦέΝΓΚΥΣ ΚΖέΝ ΥΣΆΛΚΑ, φέγγος εκβαίνει ΟΥΣΑΛικα,
ΠΆΧ ΤΑ ΚΥΚΑΝΈιΣ απ' εκ τα ΚΟΙΚενέες (προφανώς απο τουρκ. |ΚΟΙΚ|= ουρανός)
ΚΗ ΤΡΑβΉΘΑΝ ςΞΆιδΑ και τραβήθαν σκιάδια
ΧΤ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡέιΣ. εκ τα όλα τα μερέες
το φεγγάρι βγαίνει δισταχτικά απο τα ουράνια, και τραβήχτηκαν (=απλώθηκαν) σκιές απο όλες τις μεριές (=τριγύρω).

ΛΊΚΣ ΓΌ ΘΆΡΣΑ ΈΡΚΝΙ – λύκοις εγώ θάρρησα έρχονται
ΦΆΝΑΝ ΛΌΝ Τ ΑΛΆΝ… εφάναν ελών το ΑΖΑΝ
ΑΤΙΡΝΆιΦΤΥ ΦΉΚΑ αΤΙΡΝΑευτο αφήκα
ΓΌ ΈΝΑ ΞΑΡΆΝ. εγώ ένα ΞΑΡΑΝ
λύκοι μου φάνηκε πως έρχονται – φάνηκαν πέρα στην πεδιάδα… αμάζευτο άφησα ένα δεμάτι.

ΣΤ ΆΛΥ Τ ΜέΡΑ ΤΆΤΑ-Μ, εις τ' άλλο τη μέρα τάτα-μου
ΛΌΝ Τ ΑΖΆΝ ΠΑΈΝ ελών το ΑΖΑΝ παγαίνει
ΚΗ ΗΣΛΆιΣΗΝ – ΉδΙΝ, και ίΣΛΕησεν - είδεν
Τ δΛΊιΑ-ΜΥ ΒΗΡΔΈΝ… τη δουλεία-μου ΒίΡΔΕΝ
την άλλη τη μέρα ο πατέραςμου ίσια μέσα στο χωράφι πηγαίνει, και παρατήρησε – είδε τη δουλειάμου με μιάς (=με την πρώτη ματιά κιόλας είδε την δουλειά που έκανα).

2.
…Τ\ΜΎΜΝΙ ΓΑΝΑΧΔΖΜέΝΥΣ – κοιμούμουνε αγανακτισμένος
ΉΡΤΑ ΧΤΥ ΤΑςΌβ… ήρθα εκ το ΤΑςΙγ (απο το τουρκικό ΤΑςΙ- =κουβαλώ, μεταφέρω)
ΚΆΤ ΚΑΝΊΣ ΓΝΕΦΆ-Με κάτι κανείς εκνηφά-με
ΦέΝΙΤ, ΑΝ Τ ΑΞΌβ. φαίνεται, εν τω ΑΞΙγ
κοιμόμουν κατάκοπος – ήρθα απο το κουβάλημα… κάποιος με ξυπνά, καθώς φαίνεται με οργή.

ΡΆΝτσΑ ΣΚΌΘΑ ΠΆΝΥ – ράντησα σηκώθα πάνω
ΤΊ ΈΝ, ΤΊΣ ΤΥ ΚΣέΡ? τί ένι, τίς το ξέρει;
ΤΆΤΑ-Μ ΣΤΊΚΗΤ ΈΜΒΡΥ-Μ, τάτα-μου στήκεται έμπρο-μου,
βΉτσΑ Ές ΣΤΥ ςέΡ. βίτσα έχει στο χέρι.
πετάχτηκα σηκώθηκα πάνω – τί συμβαίνει, ποιός το ξέρει; ο πατέραςμου στέκεται μπροστάμου, βίτσα έχει στο χέρι.

ΧΎΛΚΣΗΝ ΤΌΣ ΑΠΆΝΥ-Μ: χούλιξεν αυτός επάνω-μου:
- Έι, ΠεδΊ, ΦΗΔΆΝ! έι, παιδί φιντάνι!
ΠΌΣ ΠΣέΣ ΑΤΙΡΝΆιΦΤΥ πώς ψές αΤΙΡΝΆευτο
ΦΉΚΗΣ ΤΥ ΞΑΡΆΝ? αφήκες το ΞΑΡΑΝ;
φώναξε εναντίονμου: «έ, παιδί φιντάνι! γιατί χτές αμάζευτο άφησες το δεμάτι;

ΧΤΥ ΦΛιΥΡΉ ΚΗΡβΌ ΈΝ, εκ το φλωρί ακριβό ένι
ΤΥ ΠΣΥΜΉ-ΦΛΥΤΌ, το ψωμί – φυλλωτό, (ψωμί φυλλωτό, δηλαδή με φύλλα, εννοεί τα φυτά απο τα οποία προέρχεται το ψωμί)
…ΓΌ ΑΤΆ ΤΑ ΜέΡεΣ, …εγώ αυτά τα μέρες
ιΌΜΥΣΑ ΥΧΤΌ… γιόμωσα οχτώ…
απο το χρυσάφι πιό πολύτιμο είναι το ψωμί το φυλλωτό!» …εγώ εκείνες τις μέρες έκλεισα τα οχτώ (χρόνια της ηλικίαςμου).

ΣΉ ΣΧΥΡέΦΤΙΣ, ΤΆΤΑ, σύ συγχωρεύθης, τάτα,
δΆι ΣΗ ΑΧ ΤΙ ΜΆΣ… εδιάβης σύ εκ τ' εμάς
ΝΑ ΖΉΣ ΟΤ Με ΜΆΘΣΗΣ να ζείς οτι με μάθισες (μάθισες= δίδαξες, όπως στην Ποντιακή)
ΤΥ ΠΣΥΜΉ ΤΊ ΚςΆΖ. το ψωμί τί αξιάζει
εσύ συγχωρέθηκες, πατέρα, διάβηκες (=έφυγες) απο μάς… να ζείς, που με έμαθες το ψωμί τί αξίζει. (η τυπική έκφραση ευγνωμοσύνης «να ζείς» = "ευχαριστώ" , χρησιμοποιείται ακόμη και για εκλιπόντα. στην πραγματικότητα κανείς δέν είναι ανύπαρκτος, ακόμη και άν έφυγε απο αυτόν τον κόσμο)

ΠΡέΠΝΑ ΑΧ ΤΥ ΜΆΘΖΜΥ-Σ, πρέπει να εκ το μάθιζμο-σου
ΤΌ ΝΑ ΈΝ ΠΥΡΉ – αυτό να ένι μπορεί
Χ\έβΥ ΚΆΘΑ ΈΝΑ, |QIJ|εύω κάθε ένα
ΓΌ ΦτιΑΛΊτσ ΣΤΑΡΉ. εγώ κεφαλίτσι σιταρίου
πρέπει να είναι απο τη διδαχήσου, αυτό να είναι (η αιτία) μπορεί, (που) φείδομαι κάθε ένα τόσο δά στάχυ σιταριού.
12.12.1976

[align=center]ΤΆΤΑΜ ΤΥ ΥΡΜΎΝΙΜΥ
του πατέραμου η ορμήνεια.[/align]
ΓΥΡΓΆ ΤΟ ΉΤΥΝ, ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ, ΝΤ ΑβΌΡΑ, γοργά αυτό ήτον, εις το ΞΟΛ εν τη ευώρα
ΑΝ ΚΎΡΤΑΝΑ-ΠΑ ΉδΡΥ ΑΝ Τ ΥΖΜΆ, άν κούρτανα-πα ίδρο εν το ΟΙΣΜΕ
ΝΤ ΧΑΡΆ ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Μ ΦέΡΗςΚΑ-ΤΥΝ ΣΜΆ – εν τη χαρά τον τάτα-μου φέρισκα-τον σιμά
ΒΑΣΉΜιΑ ΒΓΚΆΛΝΑ, ΝΑ ΤΜΑΡέΠΣΥΜ ΣΤ ΌΡΑ. |ΒΑςΙΜ|ια κουβάληνα να τιμαρέψουμε εις το ώρα
νωρίς αυτό ήταν, στην εξοχή, με τη δροσιά, και μ’όλο που κατάπινα ιδρώτα μαζί με γέννημα (=σιτάρι κλπ), με χαρά στον πατέραμου έφερνα κοντά(του) - χερόβολα κουβαλούσα, να τακτοποιήσουμε (= να τελειώσουμε τη δουλειάμας) έγκαιρα.

ΤΟ τέΝ ΠΥΛΆ ΛΑΦΡΌ ΧΟΡιΆΤΚΥ Τ δΛΊιΑ, αυτό κι έν πολλά ελαφρό χωριάτικο δουλεία,
ΠΎιΥ τιΆΝ ΠιΆΚΣ-ΠΑ, ΌΛΥ-ΠΑ βΑΡΉ… οποίο κι άν πιάκεις-πα, όλο-πα βαρύ
ΚΗ ΤΆΤΑ-Μ ΉΛΙΝ-Με – ΣΉ ΔΡΆ, ΚΑΜΉιΑ και τάτα-μου ήλεγεν-με - εσύ ανατράνα, καμία
ΣΤΑ ΖΆΝ ΜΉ ΦΉΝΣ ΚΆΝΑ ΦτιΑΛΊτσ ΣΤΑΡΊ. εις το ΑΖΑΝ μή αφήνεις κάνα κεφαλίτσι σιταρίου
αυτή δέν είναι και πολύ εύκολη η χωριάτικη η δουλειά, όποια (αγροτική δουλειά) κι άν πιάσεις, κάθε μιάτους είναι βαριά… και ο πατέραςμου μου έλεγε: «εσύ κοίτα, ποτέ στο χωράφι να μήν αφήνεις ούτε ένα μικρό στάχυ σιταριού.

ΤΌ ΈΝ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΜΑΣ, ΣΤΥ ΚΣέΡΣ, ΧΑΝΊιΑ, αυτό ένι το ζήσιμο-μας, ας το ξέρεις, |ΧΑΝ|ία,
ΤΥ ΣΤΆΡ ΈΝ ΧΤΥ ΦΛιΥΡΊ ΚΗΡβΌ… ΚΗ ΤΌΣ, το σιτάρι ένι εκ το φλωρί ακριβό
δΑΦΤΌΤ ΒΑΣΉΜιΑ βΓΚΆΛΝΙΝ δΊιΑ-δΊιΑ, δε αυτό-του |ΒΑςΙΜ|ια κουβάληνεν δύα δύα
Άιτσ, ΤΊΓΛΑ ΜΆΝΑ-Μ ΠΡΆΤΖΗΝ ΜέΝΑ ΜΚΡΌΣ. έτσι, τί-λογα μάνα-μου περάτιζεν εμένα μικρώς.
αυτό είναι η ζωήμας, να το ξέρεις, άρχοντα, το σιτάρι είναι απο το χρυσάφι πιό πολύτιμο…». και αυτός ο ίδιος χερόβολα κουβαλούσε δύο δύο, έτσι (μου μάθαινε, ήδη) καθώς η μάναμου με κουβαλούσε όταν ήμουν μικρός. (αυτά με δίδασκε με τα λόγια και το παράδειγματου ήδη απο τότε που ακόμη δέν περπατούσα).

ΠΥΛΆ ΞΑΡΆΝιΑ ΣΤΆΘΑΝ ΠέΣ Τ ΑΖΆΝ-ΜΑΣ, πολλά |ΞΑΡΑΝ|ια στάθαν απ'έσω το ΑΖΑΝ-μας
ΤΑΚΆΜΑΣ ΌΛ-ΠΑ δΆβΑΝΙ ΑΣ ΣΠΉΤ. τα δικάμας όλοι-πα εδιάβανε εις σπίτι
ΜΉΣ ΠέΜΝΑΜ δΊ-ΜΑΣ… ΚΗ ΤΥ ^ΧΑΡΑΞΆΛ-ΜΑΣ, εμείς απέμειναμε δύοι-μας... και το ^ΧΑΡΑΞΆΛ-μας (^ΧΑΡΑΞΆΛ, στα τούρκικα σημαίνει «μαύρο και ασπριδερό μαζί», ήταν προφανώς το όνομα του αλόγουτους)
ΠΗΧΤΆ-ΠΗΧΤΎςΚΑ ΧΡΎΜΤΑΝΙΝ ΤΥ ΜΤΊ-Τ. πηχτά πηχτούτσικα χρούμετανεν το μυτί-του
πολλά δέμάτια στήθηκαν μές το χωράφιμας, οι δικοίμας (οι συγγενείς) όλοι πήγανε στο σπίτι. εμείς μείναμε οι δυόμας… και το Χαραчάλιμας συχνά, κάθε τόσο χρεμέτιζε τη μύτητου.

τσΗΜΒΉΡΖΗΝ ΚΆΤ ΠέΣ ΚΑΛΑΜΉδ τσΡΥΤιΆΡΚΥ, τσιμπίριζεν κάτι απ' έσω καλαμίδι ΞΥΡΥΚιάρικο (απο τουρκ. |ΞΥΡΥΚ|= σάπιο. τσ μάλλον λάθος αντί για ч)
ΜΑ ΠΉΡΗΝ ΣΤΡΆΤΑ, δΆιΝ ΞΆΧ ΣΝ ΤΑΡΑΜΆ. μα πήρεν στράτα, διάβη |ΞΑQ| εις την |ΤΑΡΑΜΑ|
τΗΡΌΣ ΤΌ Τ ΌΡΑ ΉΝΔΥΝ ΣΗΝΙΦιΆΡΚΥ, καιρός αυτό το ώρα εγίνετον συννεφιάρικο,
ΚΗ βΡΌΝΔΙΚΣΗΝ ΜΑΚΡΆ ΚΗ ΆΛιΑΧ ΣΜΆ. και βρόντηξεν μακριά και |ΑΛΑΑQ| σιμά
(το άλογο) τσιμπούσε κάτι μές την καλαμιά την μαραμένη, μα πήρε δρόμο, έφυγε ώς τα καλλιεργημένα. ο καιρός εκείνη την ώρα έγινε συννεφιασμένος, και βρόντησε μακριά και πάρα πολύ κοντά(μας).

δΆιΝ ΤΆΤΑ-Μ ΑΠ ΑΤ\ΚΆΤΥ ΝΑ ΦέΡ Τ ΆΛΓΥ, διάβην τάτα-μου απο εκει κάτω να φέρει το άλογο
βΡΥςΗΣ ΧΗΣΤΆιΣΗΝ, ΓΟ ΘΑ ΈΦΧΗΝ ΠςΉ-Μ. βροχής |QΙΖ_ΔΙ|άησεν, εγώ θα έφυγεν ψυχή-μου (|QΙΖ_ΔΙ|= πύρωσε, αγρίεψε)
ΚΗ τΉΘΙΛΑ ΝΑ ςΛΎΜΗ, ΞΆΛΚΑ-ΞΆΛΚΑ, και κί ήθελα να χυλούμαι, |ΞΑΛ|ικα |ΞΑΛ|ικα
ΑΠΆΝΥ-Μ ΠΉΡΑ ΤΥ ΣΤΑΡΊ ΒΑΣΉΜ. επάνω-μου πήρα του σιταρίου |ΒΑΣΙΜ|.
πήγε ο πατέραςμου απο εκει κάτω να φέρει το άλογο, η βροχή μάνιασε, εγώ – θα έβγαινε η ψυχήμου! και δέν ήθελα να βρέχομαι, γρήγορα γρήγορα επάνωμου πήρα του σιταριού ένα χερόβολο.

ΑΣ βΡέΚΣ Ν ΗΡέβ, ΑΠ ΚΆΤΥ ΈΝ ΣΤΙΓΝΊιΑ, ας βρέξει αν γυρεύει, απο κάτω ένι στεγνία,
ΑΠ ΠέΣΥ-Μ ΤΊΝΞΚΑ ΞΆΧ ΤΡΑβΎ ΑβΆ, απο απ’έσω-μου |ΤΙΝΞ|ικα |ΞΑQ| τραβώ |hΑβΑ|, (τραβώ |hΑβΑ| =απόδοση του τουρκ. |hΑβΑ ΞΕΚ-|= βρίσκω ευχαρίστηση, κάνω κέφι)
ΑΚΎΓΥ, ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ ΚΑΝΊΣ ΧΤΑ ΦΤΊιΑ ακούω, αυτό το |ΣΑ’ΑΤ| κανείς εκ τα αυτία
ΖΗΣΤΎτσΚΑ ΠιΆΚΗΝ ΜέΝΑ ΚΗ ΤΡΑβΆ. ζεστούτσικα πιάκεν εμένα και τραβά.
ας βρέξει αν θέλει, απο κάτω είναι στεγνά, απο μέσαμου ήσυχα το ευχαριστιέμαι κιόλας. ακούω, εκείνη την ώρα κάποιος απο τα αυτιά με ζέση με έπιασε και (με) τραβά.

ΤΌ ΉΤΥΝ ΤΆΤΑ-Μ: ΣΤΊΚΗΤ ΜΣΟΞΥΠΛΆΧΥΣ, αυτό ήτον τάτα-μου: στήκεται μισο|ΞΙΠΛΑQ|ος
ΤΌΣ ςΞ]έΠΑΣΗΝ ΑΝ Τ ΞΠΎΝΑ-Τ ΤΥ ΞΑΡΆΝ. αυτός σκέπασεν εν τη ΞΙΠΟΎΝΑ-του το ΞΑΡΑΝ
ΓΑΡδΆΛΥΣΗΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ, ΉΝΔΥΝ ΆΓΡΥΣ, γαρδάλωσεν τα μάτια-του, εγίνετον άγριος
ΧΥΛΊ-Τ ΠΑ ΦέΝΙΤ, ΚΖέΝ ΤΌ ΤΥ ΖΑΜΆΝ. χολήτου-πα φαίνεται εξέβην αυτό το |ΖΑΜΑΝ|.
αυτό ήταν ο πατέραςμου: στέκεται μισόγυμνος, αυτός σκέπασε με το σακάκιτου το δεμάτι. γούρλωσε τα μάτιατου, έγινε άγριος, και η χολή του φαίνεται βγήκε εκείνη την ώρα. (η χολήτου βγήκε= η οργήτου ξέσπασε).

- ςΥΠΆΧΤΙΣ, ΜΛΌΘΙΣ, ΚΣέβΑ ΧΆΤ\, ΣΑΛΈΦΤ-ΝΑ! σκεπάσθης, μουλώθης! εξέβα εκ εκει, σαλεύθητι-να!
ΧΥΡΆι ΤΥ ΣΤΆΡ ΚΉ ΣΤΈΡΑ ΤΥΝ δΑΦΤΌΣ! QΟΥΡάει το σιτάρι και υστέρα τον δε-αυτό-σου!
…ΠΆΛ ΉΝΚΣΗΝ ΜέΡΑ, Τ ΣΊΝΙΦΑ ΔΑΓΛΈΦΤΕΝ πάλι ήνοιξεν μέρα, τα σύννεφα ΔΑΓΛεύθεν
ΚΗ ΉΡΤΙΝ ΤΊΝΞΚΥ, ΌΜΥΡΥ τΗΡΌΣ. κ ήρθεν ΤΙΝΞικο, όμορφο καιρός
-«σκεπάστηκες, κρύφτηκες! βγές απο’κεί, κουνήσου ντε! προστάτεψε το σιτάρι και ύστερα τον εαυτόσου!» …πάλι άνοιξε η μέρα (=άνοιξε ο καιρός), τα σύννεφα σκορπίσθηκαν και ήρθε ήσυχος, όμορφος καιρός.

δΑΚΡΌΘΑΝΙ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΑΧ ΔΡΥΠΉιΑ, δακρυώθανε τα μάτια-μου εκ ντροπεία
ΟΤ ΈΚΑΜΑ ΓΟ δΛΊιΑ ΛΊΓΥΣ ΝΎ… οτι έκαμα εγώ δουλεία δίχως νού...
ΜΑ ΤΆΤΑ-Μ ΤΥ ΥΡΜΥΝΙΜΎ ΚΑΜΉιΑ, μα τάτα-μου το ερμηνεμό καμία
ΣΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ ΌΣ ΑΤΌΡΑ τΉ ΤΜΥΝΎ . εις το ζήσιμο-μου ώς ετώρα κί λησμονώ.
δάκρυσαν τα μάτιαμου απο τη ντροπή, που έκανα δουλειά χωρίς νού… αλλα του πατέραμου την ορμήνεια (=διδαχή) ποτέ στη ζωήμου ώς τώρα δέν την ξεχνώ.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-04-2010