εγώ και η μοναξιά μου

Δημιουργός: zontanosnekros, kostas

Πονούσε, πνιγόταν, ζούσε τον εφιάλτη κοντά μου....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


βυθισμένος στην λήθη μου,
στον μουντό και άχαρο κόσμο μου,
με υγρές και σκοτεινές σκέψεις,
ένα άγγιγμα ήταν αρκετό για να ανοίξουν τα μάτια μου,
να δω την μίζερη ζωή μου,
την σκοτεινή του δωματίου φυλακή μου ,
ήταν εκεί,
πάντα εκεί,
βουρκωμένη και ανυπόμονη,
απο τα ξύλινα κλειστά παράθυρα έμπαινε ένα αχνό φως,
ήταν πρωί, μεσημέρι, η το φως της λάμπας του δρόμου?,
κοίταξα γύρο μου,
παντού σβησμένα αποτσίγαρα, μπουκάλια αλκοόλ,
πρόχειρα αποφάγια σε αποσύνθεση,
η αναπνοή μου βρώμαγε λιγότερο απο τον αέρα γύρο μου.
Με όση δύναμη είχε απομείνει προσπάθησα να στηριχτώ στα πόδια μου,
στην μικρή κουζίνα έβρεξα τα χέρια μου, και έπλυνα το πρόσωπο μου,
με περίμενε στην πόρτα,
φαινόταν να ήθελε απεγνώσμενα να βγει έξω,
δεν ήθελα να πάει μόνη της,
φόρεσα μια μπλούζα κι ένα παντελόνι,
παρατηρώντας ότι η ζώνη άλλαξε κατά 3 τρύπες,
κοιτάχτηκα βιαστικά στον καθρέφτη της ντουλάπας,
και αν δεν έβλεπα την άθλια φάτσα μου θα ήταν αδύνατον να με γνωρίσω,
«έλα» ακούστηκε μέσα στο μυαλό μου η φωνή της, «αργείς»
Πλησιάζω την εξώπορτα διστακτικά,
ανοίγω και πλημυρίζει με φώς και αέρα το δωμάτιο,
ήταν πρωί,
Τη ν έπιασα απο το χέρι και με ακλούθησε στον δρόμο,
πραγματικά το είχε ανάγκη αυτό,
την βόλτα,
τον πρωινό Ήλιο,
τον καθαρό αέρα,
καθίσαμε σε ένα παγκάκι,
τα αδιάφορα βλέμματα των περαστικών,
που απέφευγαν την μορφή μου σαν περιττώματα σκύλου στην μέση του πεζόδρομου,
γύρισα και την κοίταξα,
ανέπνεε καθαρό αέρα, κοίταζε τον Ήλιο,
προσπαθούσε να ζήσει την στιγμή,
γιατί ήξερε την την περίμενε,
ήξερε ότι έφτανε η ώρα.....
Σηκώθηκα και της έπιασα το χέρι,
έδηξε μια μικρή αντίσταση αν και ξέρει ότι δεν έχει καμία ελπίδα,
την τράβηξα απαλά χωρίς να την κοιτάξω,
είχα φτάσει στην εξώπορτα του σπιτιού,
ένιωθα το χέρι της να τρέμει μέσα στο δικό μου,
στο άνοιγμα της πόρτας μου έσφιξε το χέρι,
σαν να με εκλιπαρούσε να μην περάσω μέσα,
ματαία όμως,
κλείδωσα την πόρτα πίσω μου,
άνοιξα ένα μπουκάλι ουίσκι, και έβγαλα τα τσιγάρα απο την τσέπη μου,
κάθισα στην πολυθρόνα μου,
και άναψα ένα τσιγάρο.
Αυτή στεκόταν δίπλα στην εξώπορτα,
με κοιτούσε δακρυσμένη,
σκοτεινή,
εκεί που στεκόταν πάντα,
κι εγώ στην πολυθρόνα μου,
εγώ και η μοναξιά μου...........

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-05-2010