ξεγελώντας κόσμο

Δημιουργός: anuya, Diogenees

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][font=Sylfaen][color=navy]μικρή γελούσες τον πατέρασου όταν σε έδερνε με πίκρα
λίγες φορές που έσφαλες σε έδειρε με ένα χλωρό στον κώλο
κλαδί μέχρι να μαλακώσει απο σκληρό να καταλάβεις
πως έκανες κάτι επικίνδυνο και μήν το ξανακάνεις
μα εσύ φορούσες όλα τα βρακιάσου το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο
ή της μαμάς φορούσες το σουτιέν στον παιδικόσου κώλο
κάτω απο το παντελονάκισου κι έκανες πως πονούσες
έσκουζες τάχα πως πονάς αλλά απο μέσασου γελούσες
και τώρα σάν μεγάλωσες εμένα γέλασες τον έρμο
προδώνοντας βαριά τον έρωτα και τα ίδιασου τα δάκρυα
όχι πως δέν μου έκοβε το ήξερα μα ήμουν μακριάσου τότε
και ύστερα τον εχθρόμου γέλασες ερχόμενη σ’ εμένα
και πάλι με γελάς γυρίζοντας κρυφά προς τον εχθρόμου
πόσους ακόμη γέλασες μπορεί κι εσύ να μή θυμάσαι
ήμουν μακριάσου και με γέλασες - τον θεό πώς θα γελάσεις;
είναι κι εδώ κι εκεί είναι και παντού και πώς θα τον γελάσεις;
γελιέσαι ξεγελώντας κόσμο και έρχεται ώρα για να κλάψεις
τί να έμαθες απ’ το ιερό βιβλίο που κουβαλάς στην τσάντα;
τόσο ξεθάρρεψες που προσπαθείς το θεό να ξεγελάσεις[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-07-2010