άμετρο, ακατάληκτο

Δημιουργός: TomMan, Θανάσης Μάνεσης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αχός βαρύς ακούστηκε,
πολλά ντουφέκια πέσαν,
μα η δέσπω ήταν μόνη της.
που οι νύφες, που τα ‘Γγόνια;

μπήκε στη μάχη ολόμονη,
στο διάβα της το κλάμα.
ο πόνος, η απόγνΩση, τ’ άδικο
το σπαθί της.

κραδαίΝοντάς το τ’ άδικο,
τον πόνο και το κλάμα,
όπου πατούσε μαύρη γη,
εφύτρωνε ένα κλίμΑ.

κι είχε καρπούς ολόμαυρουΣ
και οι χυμοί μελένιοι
μα η δέσπω δεν εγεύονταν
Του οίνου τους το πνεύμα.

κι είχε μιλιούνια απέναντι
βαρβάρους ν’ απΩθήσει
κι έτσι ως ήταν φυσικό
απόκαμε στη μάχη.

πεθαίνοντας εμήνυσε
στης φάΡας της τα τέκνα
πως για να ζουν ελεύθερΑ
το κλίμα να γευτούνε.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-12-2010