Βουβό σινιάλο

Δημιουργός: Μποέμ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Βήμα-βήμα ο καπτα Νώντας προχωρούσε
στο ένα του χέρι το τσιμπούκι του σβησμένο
στο άλλο του χέρι η μαγκούρα ακολουθούσε
να πάει στον μόλο εκεί στην μπίντα στο ίδιο μέρος.

Πολλά τα χρόνια του βάραιναν την πλάτη
κι απ’ την αλμύρα το κουφάρι του πονούσε
σαν το τρικάταρτο με λαβωμένο ξάρτι
μα ο καπτα Νώντας προχωρούσε, προχωρούσε.

Φτάνει στο μόλο με κομμένη την ανάσα
κοιτά το πέλαγος κι οσφραίνεται τ’ αλάτι
σαράντα χρόνια είχε ζήση με την θάλασσα
ήταν γι’ αυτόν η πιο μεγάλη του αγάπη.

Κάνει στην μπίντα να καθίσει μα ξοστράκισε,
πέφτει στο πλάι και χτυπάει στο κεφάλι
όλα σκοτείνιασαν,σηκώθηκε, γονάτισε,
κι’ έπεσε μπρούμυτα χωρίς μιλιά να βγάλει.

Ήρθε το τέλος συλλογίστηκε.. Αι Νικόλα μου
βόηθα να φτάσω εκεί στην άκρη να μπω μέσα,
ν’ αφήσω θέλω το στερνό το χτυποκάρδι μου
και την ανάσα μου στην αγκαλιά της μέσα.

Ένα κοχύλι είχε σταθεί και τον εκοίταζε
“έλα μαζί μου” του φωνάζει, όσο μπορούσε
να προχωρήσει με τα νύχια του δοκίμασε,
κι’ ο καπτα Νώντας προχωρούσε, προχωρούσε.

Πιάνει την άκρη του μουράγιου μα απόκανε
το λαβωμένο του σκαρί δεν άντεχε άλλο
να πέσει μέσα λίγο ακόμα μα δεν πρόκανε
έμεινε ‘κει σαν ναυτικό βουβό σινιάλο.

Ξάφνου η θάλασσα αγρίεψε, τα κύματα
τον καπετάνιο η στεριά δεν τον χωρούσε
και ήρθε ένα κύμα και τον πήρε μες τα δίπατα
κι’o καπτα Νώντας προχωρούσε, προχωρούσε.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-01-2011