Πλάνη

Δημιουργός: ... άρα υπάρχω, Χρηστάκης Μπέστας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[font=Lucida Sans Unicode][color=black]Περπατούσα ανάμεσα σε γη και θάλασσα
εκεί που το κύμα σπάει και χάνεται
ψάχνοντας τις πατημασιές της νιότης.
Ναι, είχα περάσει πολλές φορές από κει
αλλά τα σημάδια είχαν πια χαθεί.
Κοντοστάθηκα ατενίζοντας τον αφρισμένο ορίζοντα
και τότε, σιωπηλά με προσπέρασες.
Βήμα σταθερό, βλέμμα που διαπερνούσε.
Σ’ ακολούθησα, πατώντας στα δικά σου σημάδια
μα εσύ βάδισες προς τον ωκεανό, περπάτησες πάνω στα κύματα γυμνή,
σ’ έβλεπα ν’ απομακρύνεσαι
ενώ το κύμα σού ‘γλειφε τους γλουτούς
και τα στήθη σου ζυγιάζονταν σα γλάροι στον άνεμο.
Έτρεξα ξοπίσω σου ανάλαφρος φωνάζοντας λόγια ακαταλαβίστικα,
ίσως τα φώναζα μέσα μου,
ή ίσως άκουγα με τ’ αυτιά ενός εγώ που έμεινε σε εμβρυακή στάση για πάντα
κι έμοιαζαν με θόρυβο κατάποσης επιθυμιών.
Σε πρόφτασα στο σταυροδρόμι των αποφάσεων
κι άπλωσα το χέρι στα μαλλιά σου,
τότε, για πρώτη φορά άκουσα καθαρά τη φωνή μου:
«μου ομορφαίνεις τη ζωή»
μα δε μπόρεσα να σ’ αγγίξω.
Το φορτίο συσσωρευμένης αγάπης δεν αναλώθηκε, δεν μεταγγίστηκε,
το βάρος του με παρέσερνε αργά στο βυθό.
Πνιγμένος, χωρίς ανάσα και με μάτια ορθάνοιχτα
βυθιζόμουν σταθερά κι ο πόνος της πίεσης αφόρητος,
ενώ σ’ έβλεπα ακόμα να δρασκελίζεις τα κύματα,
με τη ματιά σου την άκαμπτη και αόριστη συνάμα
σαν να είχες εντοπίσει τον υπέρτατο στόχο
και μόνο βίαια θα μπορούσε κάποιος ν’ αποσπάσει την προσοχή σου.
Κάπου-κάπου γελούσες δυνατά, σαν ευτυχισμένη.
Μπορεί και να ήσουν τυφλή, ποτέ δεν θα το μάθω
αλλά πίστευες, πίστευες πολύ και η θάλασσα κράτησε το βάρος σου.
Σκοτεινιάζει, η μορφή σου σιγά-σιγά γίνεται σκιά,
η αγωνία μου για το φως σου, αμέτρητη
μα να, μια αίσθηση ανακούφισης:
η πλάτη μου ακουμπά πια στη μαλακή λάσπη της αβύσσου
και η ύπαρξή μου στην ατέρμονη πλάνη
αναζητώντας -στιγμές χαμένης ευτυχίας-
όπως, το φύλλο τον ίσκιο του -φοβούμενο μη γίνει αγκάθι-
κι ο χάρος την αγάπη, -φοβούμενος μη γίνει αχάριστος-.[/font] [/color]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-04-2011