Μερμήγκια

Δημιουργός: ptoumassis, Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Ποίημα που περιμένει τον τραγουδοποιό του

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η φυλακή μου γέμισε μερμήγκια,
στο στόμα μου ανεβαίνουν, στα μηνίγγια,
ένα-ένα τα πατώ με την παντόφλα
και σκούζω με θυμό, «πέθανε, ξόφλα».

Μού πίνουνε το σάλιο όταν κοιμάμαι,
μην καταπιώ κανένα τους, φοβάμαι,
σαν όνειρο κακό που ήταν να ζήσω
και δεν μπορώ και να μετακομίσω.

Σκέφτομαι – τι κουτό – να τα εκπαιδέψω,
του κάκου τον καιρό μου θα ξοδέψω,
είναι μικρά κάποια δουλειά να κάνουν,
κι όμως, εμένα πάνε να ξεκάνουν.

Οι δεσμοφύλακες σταυροκοπιούνται,
επιδρομή παρόμοια, δε θυμούνται,
λένε πως, «όπως ήρθανε θα φύγουν»,
μα, για να βγω, την πόρτα δε μ’ ανοίγουν.

Φαινόμενο είναι κι απορίας άξιο,
σε τούτο ’δώ, της λύπης το εργοτάξιο,
τι να σημαίνει, ποιος θα το ’ξηγήσει
και τι άλλο μένει, να μην το ’χω ζήσει;

Π.Θ.Τουμάσης

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-04-2011