Τα τέσσερα σονέτα του αποχαιρετισμού

Δημιουργός: morrissey

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center] I[/align]
[align=center]Δυο στάλες κόσμου κι έναν θάνατο σιμά σου,
Ορίζω αντίτιμο της μαύρης ύπαρξής μου.
Κι αυτό το αίμα, της αιώνιας πληγής μου,
Είθε μια μέρα να πλυθεί απ' τα δάκρυά σου.
Καθώς με όλη την ελπίδα μου φθαρμένη,
Και χαρακιές παντού στο μήκος των φλεβών,
Θα έρθω -θαρρείς από τον τόπο των νεκρών-
Να μου ανάψεις μια λαμπάδα μου σβησμένη.

Δεν καρτερώ τις αναστάσιμες καμπάνες.
Εμένα η μοίρα μου γραμμένη είναι στο χώμα,
Και την σιωπή των παγωμένων των χειλιών.

Μα όπως ξαπλώνω στο χωμάτινό μου στρώμα,
Αρκεί η ανάμνηση των πρώτων μας φιλιών,
Για να προστρέξω σε Διός υιούς Παιάνες.[/align]

[align=center] II[/align]
[align=center]Και πάλι εδώ, έχοντας άρτι επιστρέψει,
Από έναν θάνατο δειλόψυχο που αργεί.
Με απομεινάρια του φωτός πλάθω ζωή,
Για να 'χει ύστερα ο Θεός να καταστρέψει.
Να δικαιώσει έναν ρόλο ιερό,
Μία πανάρχαια ιδιότητα που θάλλει
-Καθώς ο αυτόχειρας τραβάει την σκανδάλη-
Άστρα νεκρά σε έναν μαύρο ουρανό.

Και μας εγκλώβισε σ' αυτό το πανηγύρι,
Θερμοκρασίες να συλλέγουμε κρατήρων,
Που εξερευνούμε με τα πόδια μας γυμνά.

Μέχρι ν' αρθούν οι λειτουργίες των αισθητήρων,
Κι έρθουν οι επόμενοι να πάρουνε σειρά,
Όπως μαζεύουνε οι μέλισσες την γύρη[/align].


[align=center] III[/align]
[align=center]Ό,τι αγάπησα σ' αυτήν την κωμωδία,
Ήταν το άρωμα στο βάθος των μηρών σου.
Και τα σημάδια καθώς βίαια γραπωνόσουν,
Στιγμές που ενώνονταν οι δυο σε σάρκα μία.
Κι ακόμα πάλι τον υγρό ερωτισμό σου,
Που σαν αγίασμα και νέκταρ θεϊκό,
Αναζητούσα παθιασμένος να γευτώ,
Για να φωνάξω ηδονικά: ''Είμαι δικός σου''.

Όλα τα υπόλοιπα τα έχω καταγράψει,
Μέσα στην μνήμη μου, σαν αδειανά μπουκάλια,
Που άφηναν πάντοτε τα χείλη μου ξερά.

Όταν ναυάγησα σε άγνωστα παράλια,
Κι ήταν τα χέρια μου δεμένα κι αδειανά,
Σαν το σενάριο εχθρός μου να 'χει γράψει.

[/align] [align=center] ΙV [/align]
[align=center]Αυτόν τον δρόμο, που τα φώτα του μου γνέφουν,
Μου απαγορεύει ο Θεός, ο πάντα ξένος,
Να τον βαδίσω από το χέρι σου πιασμένος.
Αφού οι οδύνες μας την δύναμή του τρέφουν.
Γι' αυτό απόψε, καθώς έξω ψιχαλίζει,
Και το λευκό σου το κορμί τρέμει γυμνό,
Πρέπει για πάντοτε αντίο να σου πω,
Εσένα(!) που έκανες την γη μου να γυρίζει.

Μα όταν στα μάτια μου χρυσά φλουριά στολίσεις,
Και κρύψεις γράμμα σου στο μαύρο μου σακάκι,
Θέλω να ξέρεις πως στην μνήμη μου θα ζεις,

Σαν Πηνελόπη σε μια άφταστη Ιθάκη,
Που τραγουδώντας κάθε νύχτα με καλείς,
Στο όνειρό σου, απ' την αρχή να μ' αγαπήσεις. [/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-04-2011