Η αβάστακτη ελαφρότητα της θλίψης

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

...Σύντομα 200!! Ούτε που κατάλαβα πως έφτασα τόσα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάποιος μου ζήτησε φωτιά, για να του δώσω,
ήθελε λέει, στα χείλη του τσιγάρο, για να πιεί,
του 'δωσα έτσι, αναπτήρα να φουμάρει,
και μου εξιστόρησε με πάθος, τη ζωή.

Ήτανε λέει ένας φτωχός, του κόσμου ξένος,
δεν είχε τίποτα να ζήσει, ούτε ψωμί,
ήταν μπατήρης, μοναχός και ξεχασμένος,
μα όμως ήξερε, ποιά χρειάζεται τροφή.

Μοναδική, μου λέει, τροφή λίγη σαν έχω,
δεν την δανείζω, σε κανέναν έτσι απλά,
κι αν χρειαστεί, ένα κομμάτι της να δώσω,
θα την χαρίσω, σ' ένα φίλο που πονά.

Τροφή για κείνον, ήταν μόνο η ελπίδα,
δεν είχε βέβαια στην τσέπη, ούτε μπουκιά,
μα επινόησε λοιπόν, διατροφική αλυσίδα,
για να γεμίζει μ'εμπειρίες, πνευματικά αγαθά.

Κι ήξερε πράγματα πολλά, για να μου μάθει,
είδα πως μίλαγε, σαν γέροντας σοφός,
κι όταν τον ρώτησα, αν κάτι έχει χάσει,
είπε δεν άξιζε ποτέ, μιας αγάπης το φως.

Δεν κατανόησα ακριβώς, ό,τι εννοούσε,
και ξαναρώτησα δειλά, για να μου πεί,
σιωπηλός τον άκουγα, να λέει πως αγαπούσε,
κάποια ψυχή, που του προσέφερε τροφή.

Αλήτης ήταν, σε πεζόδρομο ακουμπισμένος,
κείνη τον κοίταξε με μάτια λυπητερά,
ένα της δάκρυ, που το μάζεψε ο καημένος,
ήταν για εκείνον, η υπέρτατη χαρά.

Όμως προσπέρασε κι αυτή, σαν τόσες άλλες,
ενώ πεσμένος ήταν, στου πεζοδρόμου τη γωνιά,
του 'δωσε μόνο ένα δάκρυ, για να θυμάται,
πως υπάρχουν άνθρωποι, που έχουνε καρδιά.

Κάποιος μου ζήτησε φωτιά, λίγο να δώσω,
ήθελε απόψε, με τον Χάρο, να τα πιεί,
του 'δωσα έτσι, αναπτήρα και τσιγάρο,
και ομολόγησε, πως φεύγει ως το πρωί...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-10-2005