Καλοκαίρι στην πόλη των νεκρών

Δημιουργός: Evita[Iris], εVα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καλοκαίρι, εποχή μιζέριας, ζέστης, κουνουπιών
σε πεθαμένες πολυκατοικίες με σπασμένα παράθυρα και σκόρπιους σοβάδες
στη μοναξιά της σκορδίλας και ακαθαρσίας
σκιές γλιστράνε στους τοίχους μόλις πέφτει το φως
καπνίζουν, χασισώνουν, τρυπούν τις φλέβες τους
βλέπουν όνειρα με έρωτα, σεξ και λουλούδια
και ξαναγυρίζουν στις λάσπες με έναν απότομο ελιγμό
σβήνουν και ανασταίνονται στα πεζοδρόμια
μα δεν τους κλαίει κανείς - τους τσαλαπατούν με τα ακριβά τους παπούτσια.
Πεζοδρόμια γεμάτα γυναίκες με άδεια πρόσωπα
κρατούν τσιγάρα και φορούν ξεσκισμένα, φθηνά ρούχα
τα φώτα των αυτοκινήτων καταδεικνύουν τα βιαστικά βαμμένα πρόσωπά τους
τα μαλλιά τους άτσαλα ριγμένα στους ώμους και τα πόδια τους
ίδια μπαλαρίνας, ελίσσονται μεταξύ της φτώχειας και της κακόγουστης μουσικής
αν η ζωή είχε μουσική, θα ήταν γεμάτη κορναρίσματα και βρισιές.
Ένα παιδί γελάει, ένας άνθρωπος αργοψυχάει
σ' ένα λευκό κρεβάτι δημόσιου νοσοκομείου
και το μόνο που βλέπει είναι η γκρίζα πολυκατοικία που καλύπτει τον ουρανό
με μια υπεροχή ακατανόητη, χωρίς λογική και λέξεις
εικόνα πιο άσχημη και από το βρώμικο πεζοδρόμιο
ο ατέλειωτος ουρανός, μ'όλα του τα σύννεφα, τις γνώριμες μορφές
που σχηματίζονται κάποτε παρηγορητικά κάποτε επώδυνα
και οι πολυκατοικίες φθαρμένες και κακόγουστες, με μια λάμψη μοντερνιάς
που σβήνει όταν το σκοτάδι μας κάνει όλους ίδιους, φτωχούς και πλούσιους.
Σουπερμάρκετ γεμάτα, τιμές που μετράνε την μόνη γλώσσα που ξέρουμε
μάρκες, χρώματα γλυκά και πικρά, ένα φως που σβήνει και μας βυθίζει στην δική μας άγνοια
Ένα προάστιο εγκαταλελειμμένο, πρόσωπα μελαμψά με εκφράσεις απελπισίας και πόνου
Στοιβαγμένα σε άσχημα δωμάτια με μια λάμπα φθορίου
Να φωτίζει τη δυστυχία τους και τη μοναξιά τους.
Μια γάτα νιαουρίζει μες στο βράδυ
Πριν χαθεί το ουρλιαχτό της ανάμεσα σε σκόρπια σύννεφα
Και νεκρούς θεούς και δαίμονες
Όλοι μας έχουν ξεχάσει, σκέφτεται μια γυναίκα πίσω από το παραθύρι της
Καθώς μετράει σταγόνες ανίας πάνω στο ραγισμένο γυαλί.
Κλειδαμπαρωμένα σπίτια σαν μια πόλη νεκρών
Με γυναίκες και άνδρες να κλαίνε γοερά
Για το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον
Τις αναμνήσεις, τη μοναξιά, τη ρουτίνα
Τα σκισμένα ρούχα, τα νυχτερινά κέντρα
Τα βρώμικα στενά, τα μισοβαμμένα νύχια
Τα προβλήματα, τα διλήμματα
Την γύμνια που δεν την κρύβει καμιά κρέμα.
Πριν ξημερώσει και ο ουρανός βαφτεί κίτρινος και κόκκινος
Βγαίνει στο μπαλκόνι γυμνή με το τσιγάρο της
Και αγαπάει τον ουρανό και τον κόσμο
Γιατί έχει χρώμα και ομορφιά
Γιατί έχει ασχήμια και παγωνιά
Και μισεί τους ανθρώπους
Που βυθίζουν τα πάντα στη μιζέρια τους…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-06-2011