χαλασμένες πυξίδες (μέρος γ)

Δημιουργός: dr.rockthan, θανασης κρουσταλης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σταματάει στη γωνιά του δρόμου και ανάβει ένα τσιγάρο. Νιώθει παράξενα..
Με την άκρη του ματιού του κοιτάζει το χορταριασμένο μνήμα του φίλου του. Οι ρουφηξιές γίνονται ολοένα και πιο μεγαλες και τον πνίγουν. Χορταριασμένο το μνήμα και δεν έχει καν το κουράγιο να το καθαρίσει.
Φοβάται θαρρείς.. ντρέπεται... Ντρέπεται να αγγίξει ακόμα και το μάρμαρο και οι μαυρες τύψεις τον ζώνουν άλλη μια φορά!!
Τα άργα του βήματα τον παίρνουν σιγά σιγά, μακρυά απο το άδειο νεκροταφείο, κοιτώντας με θλιψη που και πού πίσω. κι αν κανείς δεν βλέπει τίποτα τριγύρω, εκείνος νιώθει τις ερυνύες σαν πουλιά να ακολουθούν λυσσασμένα το κατόπι του.

Ο Μάριος έλειψε τρεις μέρες!! Τρεις μέρες χωρίς ούτε ένα τηλέφωνο!!!ούτε μια ειδοποίηση.
δεν το΄χε ξανακάνει αυτό. Ηξερε οτι θα ανησυχούσε κι όμως δεν πήρε ούτε ένα τηλέφωνο.
Ξαφνικά το τρίτο πρωινό ήρθε στο σπίτι κατάκοπος, πιωμένος και κουρσμένος.
-Που ήσουνα ρε; Είσαι καλά; ούρλιαξε ο Χάρης
-Ελα ρε μαλάκα μην κάνεις έτσι. τι θα πάθω. αφου ξέρεις οτι έπαιζε γκόμενα.. απάντησε βαριεστημένα ο Μάριος πηγαίνοντας προς το κρεββάτι του.
-Ελα λέγε ρε μαλάκα λεπτομέρειες, είπε μαλακωμένα ο Χάρης που είχε ηρεμήσει που γύρισε καλά.
-Μίλα ρε!! ποια είναι
-Μαλακα νυστάζω τώρα , τα λέμε μετά, ..απάντησε εκείνος και έκλεισε γρήγορα την πόρτα.
Ο Χάρης έφτιαξε καφέ και έκατσε στην τηλεόραση. Σιγά μην πήγαινε σχολή...
Εσκαγε να μάθει τι είχε γίνει..
Κατά το μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η μητέρα του Μάριου.
-Ελα παληκάρι μου
-Καλησπέρα κυρια Λαμπρινή-
-Που είναι ο κανακάρης μου;
-Κοιμάται. να τον ξυπνήσω; ..απάντησε ο χάρης έντρομος. Τι να έλεγε για την απουσία του; Πως να τον δικαιολογούσε;
-οχι καλέ. άστον. πες του οτι τα λεφτά που ζήτησε χτες θα του τα στείλω άυριο στην τράπεζα...απάντησε εκείνη εντελώς φυσικά.. Καλο απόγευμα αγόρι μου
Καλο απόγευμα κυρία λαμπρινή, απάντησε ο Χάρης.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ο Χάρης άρχισε να αναρωτιέται..
Καλά αυτός μίλησε χτες με την μάνα του και δεν μπορούσε να πάρει κι εδώ ενα γαμωτηλέφωνο;
Τι θα έλεγα εγώ αν τον ζητούσε; Γιατί δεν με πήρε για να τον καλύψω, τι δεν θέλει να μάθω;



Η διαθήκη άρχιζε με ένα ποίημα του Καρυωτάκη...

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

Ο συμβολαιογράφος ανοίγοντας το παληό κίτρινο χαρτί άρχισε να απαγγέλνει με στόμφο.
Κι ήταν στ΄αλήθεια ένα ποίημα που μόνο ο Χάρης άκουγε, γιατί μόνο στο Χάρη απευθύνονταν στ΄αλήθεια.Απο το φοιτηταριό λάτρευαν τον Καρυωτάκη και τον διάβαζαν για ώρες.
Και με αυτο το ποίημα τώρα ο Μάριος τον κατακεράυνωνε, τον κατηγορούσε και τον σιχτήριζε για οτι του είχε κάνει. Η΄μήπως όχι;.


Ηταν 5 περασμένες όταν ξυπνησε ο Μάριος. Βαριεστημένα έφτιαξε τον καφέ του και χύθηκε στον ινδιάνικο καναπέ του σαλονιού, κοιτώντας προς την τηλεόραση.
- Θα περιμένω- σκέφτηκε ο Χάρης. θα περιμένω να μου μιλήσει, δεν μπορεί; κάτι θα πει...
Οσο όμως κι αν περίμενε ήταν φανερό ότι ο Μάριος προσπαθούσε να τον αποφύγει. Ακόμα και στις τυπικες κουβέντες περι φαγητού, μιλούσε κοφτά και δεν τον κοίταζε σαν να ντρεπόταν για κατι.
Πηγαν νωρις για ύπνο εκείνη τη νύχτα. Ο Μάριος ξεράθηκε αμέσως., ο Χάρης 'ομως στριφογύριζε στο κρεβάτι,
-Δεν υπάρχει άλλη λύση σκέφτηκε. πρέπει να δω τι συμβαίνει. θα τον παρακολουθήσω να δω που έχει μπλέξει.

Το σπίτι του τον υποδέχεται ξανά μόνο.Ως πάντα τα κλειδια χορεύουν στην πόρτα αλλα μέσα κανείς. Και πια στα 81 του χρονια το απολαμβάνει. Ποιον άραγε θα μπορούσε να αντέξει εκτός απο εκείνον; και ποιός θα μπορούσε να τον αντέξει εκτός απο το φιλαράκι του;
Λίγες πατάτες σιγοβράζουν σε μια κατσαρόλα. το ραδιόφωνο παίζει παλια λαικά και το γκρί παλτό ξαποσταίνει στον καλόγερο της εισόδου.(συνεχίζεται...)

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-07-2011