Η Γαλήνη Είναι Φως

Δημιουργός: sisyphus, genikos

...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[color=black][font=MS Reference Sans Serif][I]
Τα μεγάλα πλοία τον διέγειραν από μικρό
που αποδρούσε για να δει καθένα τους που φτάνει
και κρυμμένος τα ’βλεπε να χάνονται μες στο νερό
καθώς απομακρύνονταν πολύ απ’ το λιμάνι.

Η κρυψώνα του ήταν ο φάρος στο μικρό νησί
που κολυμπώντας ήταν δυο λεπτά απ’ το λιμάνι,
όμως –παραδόξως– είχε από καιρό παροπλιστεί,
απ’ όταν ο στερνός του φύλακας είχε πεθάνει.

Αντιδραστικός ως ήταν αποδρούσε συνεχώς
και νόμιζε πως τίποτα να βρει εκεί δε μένει,
ώσπου πρόσεξε τη φράση «η γαλήνη είναι φως»
σε πέτρα σκαλισμένη στ’ ακρογιάλι πεταμένη.

Με το άγουρό του το μυαλό εξέλαβε ως «φως»
το φως που έβλεπε τα βράδια στα μεγάλα πλοία
και γεμάτος ενθουσιασμό ξεκίνησε ο κουτός
να βρει γαλήνη σε πλωτή μεγάλη πολιτεία.

Ένα μήνα αργότερα τον πρώτο του ’δωσαν μισθό
κι αμέσως ένιωσε ότι απέκτησε αξία·
όσοι ως τότε θεωρούσαν πως ήταν μηδενικό
του ’διναν πια μικρή –όση ο μισθός του– σημασία.

Κάθε που το πλοίο έδενε κατέβαινε να βρει
κι αγόραζε ο,τιδήποτε μπορούσε φως να εκπέμψει,
όμως όσα και να πήρε δεν μπορούσε να χαρεί
καθώς παρέμενε η γαλήνη άγνωστή του λέξη.

Σκεπτικός στο πλοίο γύριζε με τάσεις για φυγή
ελπίζοντας πως θα ’βρει στο επόμενο λιμάνι
–είτε έστω, κάπου, κάποτε μελλοντικά στη γη–
το φως που θα μπορούσε τη ζωή του να ζεστάνει.

Στα λιμάνια πράγματα αγόραζε πιο φωτεινά,
–δίνοντας για τα νέα την παλιά περιουσία–
ώσπου μάζεψε τι είχε και τα πούλησε φτηνά
έχοντας σιχαθεί απ’ την αγοραπωλησία.

Με τα χρήματα που μάζεψε αγόρασε κορμούς
κι αφού τους έδεσε σε αυτοσχέδια σχεδία
–παραβλέποντας πως βρίσκεται επάνω σε σωρούς–
ξεκίνησε να κάνει την αντίστροφη πορεία.

Δυστυχώς ή ευτυχώς πολύ πριν φτάσει στην αρχή
–απ’ όπου χρόνια πριν με βλέψεις είχε ξεκινήσει–
η σχεδία του διαλύθηκε, μα δίχως να πνιγεί
κατάφερε να φτάσει σε ένα ερημονήσι.

Κάθε βράδυ έκαιγε τα ξύλα για να ζεσταθεί
που στο νησάκι είχαν ξεβραστεί από το κύμα,
κοίταζε τη φλόγα αναπολώντας τι είχε χαθεί
και ήρεμα σχεδίαζε το επόμενό του βήμα.

Ώσπου ένα βράδυ –ξαπλωμένος δίπλα στη φωτιά
κοιτάζοντας τ’ αστέρια μες στις σκέψεις του χαμένος–
εκτινάχθηκε ένα κάρβουνο, τον βρήκε στην καρδιά
και σαν τρελός πετάχτηκε ψηλά ζεματισμένος.

Ξάφνου, ό,τι σκέφτονταν σε τάξη μπήκε στο μυαλό·
κατάλαβε πως η φωτιά χρησίμευε ως φάρος
–που τους ναυτικούς κρατούσε μακριά απ’ το γιαλό–
και σκάλισε τις σκέψεις του να μοιραστεί το βάρος:

«Η γαλήνη είναι φάρου φως σε έρημο νησί,
που φέρνει στο παρόν τους στοχασμούς του φύλακά του,
τον ζεσταίνει στο σκοτάδι και μετά του εμφυσεί
τους νέους στόχους για τη νίκη εις βάρος του θανάτου»…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-08-2011