Ο παλιατζής

Δημιουργός: ptoumassis, Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Ποίημα που περιμένει τον τραγουδοποιό του

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Έχω ένα φίλο παλιατζή, που παίρνει πράγματα παλιά,
περνά συχνά απ’ τη γειτονιά και με κοιτάζει μ’ υποψία.
Πόρτες, παράθυρα σφαλνώ, δε βγάζ’ η γλώσσα μου μιλιά
κι αν τον συντύχω πουθενά, δεν τού προσφέρνω χειραψία.

Και τι δεν τού ’δωσα, μαθές: Χρυσά κιλίμια απ’ τ’ αργαλειά,
χαλκωματένια κι αργυρά, μπρίκια, τεντζέρια και ταψία.
Πότες επλήρωνε ακριβά, πότες φτηνά, πότες σταλιά,
τού ’χα στο τζάκι τη φωτιά, ζεστό φαγί και φωταψία.

Μια μέρα εστάθη στα σκαλιά, μ’ ένα σουβλί και μια θηλιά,
με του φονιά το βρυχηθμό, την όψη του ηδονοβλεψία.
«Αφέντη», μού ’πε, «σχώρα με» και μ’ άρπαξε από τα μαλλιά,
«θε να μού φέρεις εδώ να, τα γράμματά της γι’ αυτοψία».

Τρέμοντας σύγκορμος εγώ, τού ’δειξα κάτι χαϊμαλιά
και βυρσοδέρματα πολλά, φτιαγμένα στα βυρσοδεψεία.
Μήπως τ’ αλλάξω τα μυαλά, μα πιο σκληρός αυτός, αλιά,
«τα γράμματά της, φέρε ’δώ», ξανάσκουξε μ’ αιμοδιψία.

Ένα σεντούκι από μπαμπού πήρα στα χέρια μου αγκαλιά
και τού τ’ ακούμπησα στα δυο του πόδια· τι απερισκεψία!
Ήταν γιομάτο μ’ εκεινής, αγάπης όρκους και φιλιά
και γραμματόσημα απ’ το Μινσκ, το Γερεβάν και τη Λειψία.

Έχω ένα φίλο παλιατζή, που μού ’κλεψε μια κοπελιά
κι όταν τον βλέπω να περνά, με πιάνει σαν επιληψία.
Πόρτες, παράθυρα σφαλνώ, δε βγάζ’ η γλώσσα μου μιλιά
κι αν τον συντύχω πουθενά, δεν τού προσφέρνω χειραψία.

Π.Θ.Τουμάσης

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-08-2011