αν υπάρχει όμως θεός;;;;;;

Δημιουργός: diakogiannis, ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μέρα νύχτα γη γυρίζεις
και ποτέ δεν σταματάς
το μυαλό μου το ζαλίζεις
και στα ίδια με γυρνάς

να είχες γη ένα τιμόνι
και ένα γκάζι να πατώ
τοις στροφές σου να αλλάξω
και τον κόσμο αλλιώς να δω

αυτά είχα στο μυαλό μου
και ξάπλωσα να κοιμηθώ
και την γη στο όνειρο μου
έβλεπα να οδηγώ

πάτησα γκάζι και πήγα
χίλια χρόνια πιο μπροστά
ήταν άγνωστα τα μέρη
έψαχνα για μια σκιά

έβλεπα καπνούς να βγαίνουν
απ’ τα σπίτια απ’ τα βουνά
τα ποτάμια ήταν άδεια
δεν υπήρχαν πια νερά

διάβασα μια πινακίδα
είχε γράμματα τρανά
κάποτε ζούσαν ανθρώποι
ζώα φίδια και πουλιά

άρχισα για να διψάω
πίσω κάνω το μοχλό
πάλι το γκάζι πατάω
πίσω πάω στον καιρό

επιτέλους είδα χιόνι
έτρεχαν παντού νερά
τότε πάτησα το φρένο
είδα άνθρωπο ξανά

μα ήταν είδη παγωμένος
και στα χέρια του σφιχτά
κρατούσε όπλο αδειασμένο
πάρα δίπλα δυο παιδιά

είδα κ’ άλλους για να τρέχουν
με ζωντάνια και πυγμή
να φωνάζουνε αέρα
κάντε πίσω Γερμανοί

κι ένας άλλος λαβωμένος
με φωνή πολύ βαριά
πάρε τ’ όπλο να με σώσεις
χτύπησε με στην καρδιά

τρόμαξα και κάνω πίσω
στο τιμόνι μου τραβώ
και χωρίς να χάνω χρόνο
πίσω κάνω τον μοχλό

πάτησα ξανά το γκάζι
έψαχνα χαρά να βρω
και ο χρόνος μου με πήγε
σε γυναίκες σε χορό

έπιασα κ’ εγώ ένα χέρι
τελευταίος στη σειρά
βλέπω η πρώτη να πηδάει
με παιδί στην αγκαλιά

πέσανε μες την χαράδρα
είπε ζήτω η λευτεριά
και σταμάτησα μην έρθει
η δική μου η σειρά

φεύγω γρήγορα απ’ το γλέντι
βάζω όπισθεν ξανά
και αφήνω το τιμόνι
μόνο να με κυβερνά

κάθισα να ηρεμίσω
που να πάω να σκεφτώ
χρόνο ποιόν ν’ ακολουθήσω
επιτέλους να χαρώ

όσο πίσω κι αν γυρνούσα
έβλεπα καταστροφές
είδα εκστρατείες αίμα
ανθρώπους καίγαν σε φωτιές

έκλεισα λίγο τα μάτια
μα με ξύπνησαν φωνές
είδα όχλο μαζεμένο
και είχανε παντού φωτιές

φρένο πάτησα και πήγα
πιο κοντά για να τους δω
κάποιον είχανε δεμένο
που τον φώναζαν Χριστό

πήγα δίπλα του πονούσε
τον αγκάλιασα απαλά
μες τα μάτια με κοιτούσε
και μου μίλησε γλυκά

μου είπε πως για να το σώσω
να γυρίσω πιο παλιά
να τον πάω στον Ηρώδη
να τον έχω αγκαλιά

τρέχω πιάνω το τιμόνι
κόντευα να τρελαθώ
μα πριν ακόμα ξεκινήσω
απ’ τον ύπνο μου ξυπνώ

είχα ιδρώσει από το ζόρι
από τις πολλές στροφές
το μυαλό μου ήταν γεμάτο
πίκρες και καταστροφές

με τα μάτια στο ταβάνι
και σκεπτόμενος ξανά
προσπαθούσα στο μυαλό μου
να του δώσω μια χαρά

μα είναι αδύνατο για μένα
έχω μαύρη ζωγραφιά
με ανεξίτηλο μελάνι
χαραγμένη στην καρδιά

ρίχνω φταίξιμο σ’ εκείνους
που τα γράψαν στα χαρτιά
και μας τα διδάξαν όταν
ήμασταν μικρά παιδιά

αν γινόταν στο μυαλό μου
μέσα του να μπω
την μνήμη του να σβήσω
και τον κόσμο αλλιώς να δω

και ν’ αρχίσω να γελώ

χαχαχαχα κόσμε τι έκανες και τι κάνεις;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
τι κέρδισες και τι θα κερδίσεις;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

πες ότι δεν υπάρχει θεός
έκλεψες ατίμασες σκότωσες
μπράβο άνθρωπε πως μπόρεσες

και εγώ μπορώ να τα κάνω αυτά

αν υπάρχει όμως θεός;;;;;;;;;;;;;;;;;

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-08-2011