Έτσι, όπως πεθαίνουν οι νεράιδες

Δημιουργός: Έαρ.ινη, Νικολέττα

Πήγαινε σπίτι, σκέψη σκοτεινή.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Φύλλα πέφτουν ξανα, βροχή.
Κίτρινα, καφέ, λίγο μωβ.
Κι η κοπέλα με το μακρύ φόρεμα
πλάι στον ποταμό,
μ'ένα απλωμένο χέρι να ψάχνει απεγνωσμένα για το αποτέλειωμά του,
πεθαίνει.

Ω ναι, πεθαίνει, όσο μακάβριο κι αν σας ακούγεται.
Δεν ανήκε σε κανένα, μην αναρωτιέστε.
Πέθανε
χωρίς ορισμό
και χωρίς προ.ορισμό.
Όχι, προς Θεού, όχι μονη!
Είχε μαζί της κουβάρια ολόκληρα από στιγμές,
τυλιγμένα γύρω απ'τα χέρια της,
τα πόδια της,
τα μαλλιά της,
σαν κορδέλες που σηματοδοτούσαν την άφιξη της Άνοιξης.

Τα σχέδια της Μοίρας γι'αυτην απέτυχαν.
Πολλοί υπολόγιζαν ότι θα ζούσε για πάντα,
σαν αερικό που έμοιαζε.
Μα πόσο λάθος είχαν...
εκείνη γεννήθηκε, βλάστησε σαν μικρό λουλούδι,
άνθισε -ένα ένα τα μπουμπούκια της ξεπέταξαν ανθούς-
κι έπειτα μάρανε
αργά
στην όχθη του ποταμού που την πότισε,
κι επέτρεψε στην γόνιμη σύψη
να καταλάβει το σώμα της.

Μονάχα το χέρι της έμεινε απλωμένο έτσι
ψάχνοντας ακομα κι αυτές της στερνές στιγμές
το υπόλοιπό του.
Το άλλο χέρι
που χώραγε με τέλεια ακρίβεια στο δικό της.
Που οι γραμμές του σχεδίαζαν γαλαξίες.
Το τέλειο,
που σχημάτιζε κύκλο όσο ακριβή όσο και το φεγγάρι που ανακλούσε.

Κι έτσι πέθανε.

Κι ο κόσμος πέρναγε κι έβλεπε ανθισμένα λουλούδια
ακόμη και τον χειμώνα..
κι έλεγαν: Είναι η κοπέλα με το απλωμένο χέρι
που περιμένει την Άνοιξη. Που φέρνει την Άνοιξη

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-09-2011