Διόσκουροι

Δημιουργός: ivikos

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πύρωνες μάτια αδίστακτα, στις εκβολές του χρόνου
γι’ ανάκτορο από φίλντισι, πριν λεηλατηθεί
με χρώμα μωβ ζωγράφιζες το χρυσαφί του θρόνου
που ορθό τονε κρατούσανε φιρμάνια αναληθή

Και των στρατών τα λάφυρα απ’ τις λεηλασίες
στ’ αμπάρια τα συσσώρευες, πριν μπούνε πειρατές
ζωντάνευες τον έρωτα με άγριες θυσίες
προτού οι ταφές των εραστών, να γίνουν ορατές!!!

Οι αγνοί, στο κατρακύλισμα, ρωτούσαν τι να φταίει
ποιος στον Καιάδα τους πετά… και η αιτία, ποια;
κι ο κλειδοκράτης απαντά: «Είστε οι τελευταίοι
που να χωρέσετε όλοι σας…. γέμισαν τα γιαπιά!!!!!

Διόσκουροι τις μεσίστιες, ανέμιζαν σημαίες
δεχόμενοι την ήττα τους, στις μάχες των ετών
οι γέρικές σου αντηλιές… πολύφερνες και νέες
οι αγάπες που λησμόνησες, ναυάγια πειρατών…

Και των αρμών σου το άνοιγμα… αγάπης χαραμάδα
η αγκαλιά σου μάτια μου, του Ολύμπου ο τεκές,
και τι; που σ’ έζωσε σφιχτά, των «σ’ αγαπώ» η αρμάδα
εσύ είχες μάθει κάποτε, τις νύχτες να με καις!!!!

Πύρωνες μάτια κι άναβες, το βλέμμα το νωπό σου
Λέγοντας: «Είναι αδύνατον εγώ να προδοθώ…»
Σαν έμαθες πως πρόδωσε στυγνά το «σ’ αγαπώ σου…»
Λες: ¨Της αγάπης οι ναοί… δεν έχουνε πειθώ!!!!!!!!»

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-09-2011