Το κοράκι

Δημιουργός: dr.rockthan, θανασης κρουσταλης

(...οι νεκροί δεν πεθαίνουν ξανά,αν ζωή άλλη δεν έχου να δώσουν....)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I][I][I]Εχτές αργά, μεσάνυχτα στου κήπου μου τ΄αλώνια
ως μπέρδευε τ΄ασήμιασμα, στο σκότος η σελήνη,
θαρρείς με ανθρώπινη φωνή, τρεμάμενη που σβήνει,
ένα κοράκι μίλησε απ΄τα ψηλά τα κλώνια.

Κι ώς σάστισα εμβρόντητος, στ΄αερικού το δρόμο
-καθώς του κόσμου τα πουλιά, σ΄ανθρώπους δεν μιλούνε,-
τα χέρια μου επαγώσανε κι άρχισαν να κροτούνε,
κι ανατριχηλα βάραινε, τον γέρικο μου ώμο.

Μα το κοράκι κοίταξε, με περισσή συμπόνια
και η τρεμάμενη φωνή, μαλάκωσε πιο πέρα,
σαν να΄θελαν τα λόγια του, να πάρουν την φοβέρα,
που μου κεντούσε την ψυχή, σαν πέρναγαν τα χρόνια.

-Αμοιρε μες τον κήπο σου, διαβάτης κουρασμένος
απο καιρούς που περπατάς στων αστεριών τα φώτα
παρακαλάς για μιαν αυγη, ροδόχρωμη σαν πρώτα,
στην πρώτη την αγάπη σου, δίπλα ευτυχισμένος..

Τα λόγια του τα διάλεξε, τ΄αρπακτικό το μαύρο
κι έτσι μου αποκρίθηκε, απ, της ροδιάς το σώμα,
κι μες τα μαύρα μάτια του που κοίταζαν το χώμα,
άδικα, δέσμη έψαχνα καλοτυχιάς, για να ΄βρω.

-Πες μου πως ήρθε η ώρα μου, τον κόσμο για ν΄αφήσω,
αερικό που πρέπει σου τον θάνατο να σπείρεις,
μα την καρδιά μου μην μου πεις πως ήρθες για να φθείρεις
κι όρκο αιώνιας λησμονιάς, γι Αυτη να ξεστομίσω.

-Τα βήματα μου γέρασαν στον κήπο μου για χρόνια
μα μου ζεσταίνει τη ψυχή, αυτήν να περιμένω
και μου κρατάει το κορμί, αυτό το γερασμένο,
το φως απο τα χάδια της που έμειναν αιώνια.

Και το κοράκι εσπάραξε , στα λόγια μου τα δίκια
κι έφτασαν μαυρα δάκρυα, στα μελανά του μάτια,
θαρρείς πενθούσε κι αυτό, στα σκοτεινά δωμάτια
της γερικής μου μοναξιάς, τα αισθήματα τα αντρίκια.

-Καμιά δεν είναι πιότερη, στις συμφορές του κόσμου
μήτε ο θάνατος μπορεί να συγκριθεί μαζί της,
όταν η αγάπη ξεψυχά, πεθαίνουν στην αυλή της
οι άνθρωποι, ως τ΄άρωμα στα λούλουδα του δυόσμου.

-Μα εδώ ξανά δεν θα την δείς, να περπατεί εμπρός σου
και να κοιτάει το αστροφώ, μες την ζεστή σου αγκάλη,
σαν τα μαλλιά της τα λυτά, στο άγιο της κεφάλι
θα ξεκουράζονται γλυκά,στο στήθος το δικό σου.

Κι απο τα λόγια του στοιχειού, μαρμάρωσε η καρδιά μου
και ουρλιαχτό αντήχησε στου κήπου τα λουλούδια,
χλώμιασαν έγειραν κι αυτά, σαν να΄τανε τραγούδια
που μοιρολόγια έγιναν, στην τελευταία λαλιά μου.

-Πάρε μου εμένα την ζωή, κι όλες που χω να ζήσω,
να ζήσει αυτή και να χαρεί , και ζωντανή να μείνει
κι οποια της πλάσης συμφορά, σου έχει απομείνει,
απόθεσε στον ώμο μου για να την κουβαλήσω.

Μα το στοιχειό ως έκλαιγε και κοίταζε το χώμα
μου πε πως επαντρεύτηκε η αγάπη μου η μεγάλη,
πως στέκει Νια και ζωντανή σε άλλου την αγκαλη,
και ξέχασε τ άγγίγματα απ΄τα δικο μου στόμα.

-Κι είσαι απο χρόνια εσύ νεκρός, άμοιρε που θυμάσαι
μια αγάπη που σε ξέχασε, και αναζητάς χαμένη,
που σαν κι εσένα έμεινε στον κήπο πεθαμένη
και τις βραδιές στα κλώνια του, την ψάχνεις και λυπάσαι.

Δεν είχε ανθρώπινη λαλιά ,στα λόγια του τα κρύα
μεσάνυχτα σαν μίλησε μες της νυχτιας το δώμα,
μα με λαλιά που εξιστορούν και γνέφουνε ακόμα
του κόσμου τα αγρια όρνεα , του κόσμου τα θηρία.

Και τότε πρώτη μου φορά κοίταξα την σκιά μου
έτσι οπως του φεγγαριού την χάραξαν τα χέρια,
χέρια εγώ δεν είχα πια, για να μετράω τ΄αστέρια
μονάχα σκοτεινά φτερά μάυρα, και μάτια χάμου.

Κι οσο κι αν σάστισε η ψυχή, στ ΄αερικού τα χνάρια,
ποτές δεν ήρθε αερικό, μα ένα κοράκι μόνο,
κοράκι ήμουν σαν κι αυτό, κι εγώ ,πάντα στο χρόνο
και φύλαγα τις θύμησες, στου κήπου τα κλωνάρια.





Θανάσης Κρουστάλης[/I][/I][/I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-10-2011