Παλινωδία

Δημιουργός: morrissey

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

1

Δες πόσο ωραία θρυμματίζει η ζωή,
Οστά αισθήσεων μιας ξεχασμένης νιότης.
Και πώς φωτίζονται στο μαύρο πρόσωπό της,
Τρόμου σκιές κι ανεπιτήδευτη οργή.
Φαντάζουν βήματα προδότη πειρατή,
Πάνω στην ξύλινη σανίδα του θανάτου.
Που εξιστορεί μέσα στο παραλήρημά του,
Μια ιστορία που ποτέ δεν θα ειπωθεί.

Το σεληνόφως θα πλαγιάσει απαλά
-την ώρα που σωπαίνουν οι αναμνήσεις-
Στις εκβολές του ποταμού που ρέει ο χρόνος.

Κι εγώ θα ζω με την ελπίδα να γυρίσεις,
Χρυσά φλουριά καθώς θα ρίχνω επιμόνως,
Μέσα στων πράσινων ματιών σου τα νερά.


2

Κι αν είναι αθάνατο μονάχα αυτό που αλλάζει,
Να γραπωθώ γυρεύω απόψε απ' το κορμί σου.
Καθώς καυτή θα νιώθω την αναπνοή σου,
Το ναρκωμένο μου μυαλό να εξουσιάζει.
Κάθε μου κύτταρο, στην πόλη αυτή, νυστάζει,
Πριν το ξυπνήσουν ηδονής νόθες κραυγές.
Ενώ ο γείτονας με βλέμμα απλανές,
Μηχανικά το φερμουάρ του ανεβάζει.

Το φως θα σβήσει κι η σιωπή θα μετριάζει,
Αυτήν την πένθιμα χλωμή μυσταγωγία,
Στο αξεπέραστο κενό των κρεβατιών.

Μα όταν χωρίζεται στα δυο η σάρκα η μία,
Κραυγές ακούω αταυτοποίητων φωνών,
Να μου θυμίζουν πως η εικόνα αυτή μού μοιάζει.


3

Για χρόνια πόζαρες σε μια φωτογραφία,
Που είχα κρυμμένη στου μπουφάν την μέσα τσέπη.
-Σε αγαπάω με έναν τρόπο που μ' εκθέτει,
Βορά και έρμαιο στου τέλους την μανία-
Άλλοτε πάλι θα αποχαιρετούσες πλοία,
Καθώς θα έλυναν για αλαργινές ακτές.
Φιλιά στον άνεμο σκορπώντας και ευχές,
Που μια επερχόμενη υμνούν παλινωδία.

Κι εγώ που λες πως αγαπάω με ευκολία,
Σε καρτερώ σε κάποιον στίχο του Ελυάρ,
Την αθωότητα του νου μου να αναστήσεις.

Κι όπως λιπόθυμο με βγάζουν απ΄ το μπαρ,
Αφήνω πίσω τις ανθρώπινές μου αισθήσεις,
Και σε φιλώ, της κόλασής μου εσύ, Αγία.[align=center]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-12-2011