Ποιοι είμαστε

Δημιουργός: Αλέξανδρος, Αλέξανδρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κι αν άρπαξαν τα χρόνια μας σκουριά και ήμασταν μικροί,
στιγμή δεν πίστεψα πως ζούσαμε, πως είμαστε νεκροί.
Πλάσματα άυλα, βγαλμένα απ’ ένα νοσηρό νου,
μαύρου χιονιού σκιές, κομμάτια ματωμένου ουρανού.

Στοιχειά μας λένε οι άνθρωποι και τα παιδιά φοβούνται
στον ύπνο τους πως θα έρθουμε την ώρα που κοιμούνται.
Μιάσματα που ζούνε την ώρα που ο ήλιος φθίνει,
Διάβολε! Τι δυσωδία το κορμί μας αναδίνει.

Τι κι αν σ’ εκ κλησιά μας έδωσε παπάς τ’ Άγιο Χρίσμα,
Θεός, Χριστός και οι δαίμονες, όλοι στο ίδιο πρίσμα.
Όσο ο καιρός που δεν περνά, τα ξωτικά ξυπνάει,
η πάνδημη ψυχή μας για αίμα σταλαχτό διψάει.

Τόσες φορές που παίξαμε στου πόνου τη ζαριά κρυφτό,
αισθήματα μάθαμε να πνίγουμε, βλέμμα σκυθρωπό.
Τρελλοί δεν είμαστε, μα στην παράνοια βουτηγμένοι,
ποιος θάνατος γλυκός άραγε σ’ εμάς να απομένει;

Της ξέγνοιαστης μοναξιάς καβαλάρηδες γενήκαμε,
μα απ’ τη συντροφιά την πολύβουη ηττηθήκαμε.
Αμάρτημα μεγάλο που την παρθενιά μας χάσαμε,
μέσα σε οίκους ενοχής πόρνες δικές μας ψάξαμε.

Φαντάσματα που τριγυρίζουνε την έναστρη νυχτιά
δεν είμαστε, μήτε μορφές σε παιδική παραμυθιά.
Η στέρφα φύση μας αδύνατο κάπου να ενταχθεί,
σε πόλεμο με τη μελίρρυτη πνοή έχει ταχθεί.

Κάθε τι που αγγίζουμε, σε μία στιγμή λερώνει
 καρδιά μου είσαι κωμική, για αυτό και είσαι μόνη.
Και η ύπαρξή μας άχθος αρούρης αυτού του κόσμου,
πύρινος πύργος της Βαβέλ το φως μας, αν θες το φως μου.

Κρυβόμαστε σαν έρθει του ήλιου το κόκκινο μάτι,
του ονείρου μας νεκρός παράδεισος, οφθαλμαπάτη.
Σκουριασμένα χρόνια ζήσαμε πολλά, πόσο θα ζούμε,
άνθρωποι, υπάνθρωποι, κάπου τον πόνο μας να πούμε.

Ποτέ μας δε θα γίνουμε άγγελοι σκότους ή Θεού,
μήτε άνθρωποι να στέκουν σε νερά ποταμού ρηχού.
Τι είμαστε, αν είμαστε, ποια άτραπο βαδίζουμε,
σε θάλασσα πικροκύματη μοναχοί πλευρίζουμε.

Μονάχοι μαζευόμαστε σε ακρογιάλι χρυσαφί,
ακοή η θάλασσα, τρυπημένα βότσαλα αφή.
Στα τετραγωνισμένα χείλη μας χθεσινή αρμύρα
 είμαι ανόητος και μου έλαχε αυτή η μοίρα.

Κατάρα καμιά δεν κουβαλάμε, κανένα μαγικό,
άγραφο παραμένει ακόμα για ‘μας το ριζικό.
Μικροί μπορεί να είμαστε, μα ζούμε τώρα αιώνες,
οι δυστυχίες καθενός δικές μας είναι κρυψώνες.

Πόσο να κοστίζει μια ζωή με λεφτά αυτής της γης;
Όλοι μας θα την αγοράζαμε ή μα μήπως κανείς;
Λογής λογής στολίδια, παιχνίδια και όμορφα δώρα,
θρησκεία δεν έχουμε, ταυτότητα, μήτε και χώρα.

Λάθος θολό, λάθος χαλεπό; Ποιον τάχα να ψέξουμε;
Δεν έμειναν καθόλου καραμέλες να γυρέψουμε.
Μαύρες καρδιές, μαύρες ψυχές, μαύρα ρούχα να φοράμε
και τις άδειες τις στιγμές έχουμε πάψει ν’ αγαπάμε.

Φωτιά θα βάλουμε για τη λύτρωση μια μέρα καλή
κι όσοι έχουμε μείνει, χορό θα στήσουμε σε αυλή.
Κι αν άρπαξαν τα χρόνια μας σκουριά και ήμασταν μικροί,
στιγμή δεν πίστεψα πως έχουμε ανθρώπινη ψυχή.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-02-2012