Το καντήλι

Δημιουργός: Αλέξανδρος, Αλέξανδρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το βράδυ απού σηκώθηκε να άψει το καντήλι
και δυο γουλιές απού ‘πιε από το μαστραπά,
με μαρασμό σαν ξάνοιξε το τέταρτο δαχτύλι,
με το ντουνιά τα έβανε τον απανοβαρτά.

Και στον όντα δεν έθεσε, μα τ’ άστρα εθωρούσε
και στη θύρα έβανε το κοντεμιρί ετοτεσάς.
Και τη φωνή τση έκαμε τάχατες πως εγροικούσε,
την υστεργιά εζήτηξε, ήμπανα έσβηνε μεμιάς:

«Αγέρα ξενομπάτη μου γιάντα εδά με παίζεις;
Πες πώς βοργίζεις δυνατά κι από το νοτιά γιαγέρνεις;
Δίπλα θα πάρω τα βουνά, το θάνατο να σμίξω
και σαν ποθάνω, δίπλα τση τον έρωντα να ζήσω.

Και τη φωθιά στα μάθια τση να τη γλυκοφιλήσω.»

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-03-2012