ο επικήδειος μιάς

Δημιουργός: Εύφορος ..., Άννινος Γιάννης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

*

Την αρετή σου ψάχνεις μα προδίδεσαι
στης πρέζας την χαρμάνα βουτηγμένη ,
με δουλοπρέπεια να σέρνεσαι χαμένη
στους φαύλους εραστές σαν παραδίνεσαι .

Μιά κιβωτός που διάλεξε να μπει το φως
από τις γρίλλιες σκονισμένου παραθύρου ,
έτσι γεννήθηκες ... στην μήτρα του απείρου
του αληθινού και του ωραίου ουραγός .

Σε φθόνησε ο ευνούχος που σε βάφτισε
σταλαγματιές από λουλά μεταλαβαίνεις ,
κάνοντας έργα , διχως να ... καταλαβαίνεις
το γάλα σου το ειμαρμένο λάκτισε .

Κάποιοι απόκληροι , της σκέψης εκδορείς
σε παραδώσανε στον δήμιο σφαχτάρι ,
ξέπνοη `πόμενες ... σαν ήρωα κουφάρι
κατάματα το πεπρωμένο να θωρρείς .

Λαθραία πάντα ... κλοπιμαία η χαρά
παλεύεις άνισα με κείνη την κατάρα ,
ο κλήρος σου `λαχε νάσαι κόρη σε φάρα
που σκύλα γέννησε με αετού φτερά

Στην ιστορία μιά τυχαία αυλακιά
χατζούμη άροτρο όργωνε την ψυχή σου ,
διαμελήζοντας την παιδική ευχή σου
τις αμαρτίες σου ονόμασες προικιά .

Κοινή σε φώναζαν νεκροί και ζωντανοί
κι ας ζούσε μέσα στην καρδιά η παρθενιά σου ,
είχαν το χρώμα της ερήμου τα μαλλιά σου
κι ήταν το γέλιο σου εικόνα αυγινή .

Το πέταγμά σου , μαύρη πτήση στο κενό
φυματική σε σκοτεινό ιερατείο ,
ήταν τα χρόνια σου μονάχα εικοσιδύο
γυμνό κι αστόλιστο το μπούστο το φτενό .

Σε στοιχειωμένες , δίχως χρώμα οροφές
πόλεμο έδινες ... νικώντας την σκιά σου ,
φίδια τυλίγονταν στο σώμα τα μαλλιά σου
ωχρές παρέρχονταν οι φαύλες εποχές .

Στου ξεπεσμού σου την αφόρητη ντροπή
σα βδέλλα `ρχότανε κρυφά να φαρμακώσει ,
να κερματίσει και να αποδυναμώσει
κάθε αντίσταση … της κόκας το φιλί .

Στριφτά τσιγάρα με καπνά μαροκινά
παρακαλάς γιά ένα άγγιγμα της μάνας ,
θανάτου άρωμα , οσμή μαριχουάνας
μόλις βραδυάζει το ταξίδι ξεκινά .

Στων πεπραγμένων την ορμή αιμορραγείς
χαρακωμένες στο κορμί σου οι ημέρες ,
συντρίμια σκόρπια στης απόλαυσης τις ξέρες
των χίλιων φεγγαριών το φως αναπολείς .

Στου όμπιου την κολασμένη έκσταση
σκυφτή βυζαίνεις ασιάτικο αφιόνι ,
το κύτταρό σου με αναίδεια αλώνει
δίνοντας στην κενή ζωή σου έμφαση .

Με της ελπίδας το καντήλι σου σβηστό
νύφη του δαίμονα στην κόλαση ταγμένη ,
χαοτική ... με ηθική καθημαγμένη
σ` ένα πορνείο περιμένεις τον Χριστό .

Πάνω σε λαμπερές και καφετιές γραμμές
διαδρομές χαοτικές ο νους υφαίνει ,
ο διχασμός το ρυπαρό σου χθες ξεπλένει
στις κοκαΐνης τις λευκές οροσειρές .

Τ` ανήλιαγό σου ... ποθητό , στητό κορμί
δεν είχε ανάγκη από μύρο και φτιασίδια ,
τώρα στα έσχατα και στα αποκαΐδια
γροθιά χτυπάει στο μαχαίρι με ορμή .

Γυμνή ασκήτεψες δεκαετίες τρεις
σε βάθρο άλυκο σου στήσαν ανδρειάντα ,
με τέλι σ` έδεσαν και τρίχινο ιμάντα
γενειές σε πόθησαν ... αισίως δεκατρείς .

Σε μύριες κούρνιασες φευγάτες αγγαλιές
σπέρματα χύθηκαν καυτά στα σωθικά σου ,
μα κείνο που `κρυβες βαθειά μες την καρδιά σου
ήτανε μύρο από χίλιες πασχαλιές .

Ζητιάνα ... αόματη , προσεύχεσαι γυμνή
σε ατραπούς παραπατάς ερινυώδεις ,
φίλοι σου ήταν ο Ιησούς και ο Ηρώδης
με θαυμασμό και δέος ... το χαός σε εξυμνεί .

Στα βορινά παράλια της Αφρικής …
τρέχεις γυμνόστηθη ... στις όχθες του Βοσπόρου ,
στης παπαρούνας … στο ταξίδεμα του σπόρου
εκστασιάζεσαι ... το φως πολιορκείς .

Θυμάμαι ήτανε του Πάσχα Κυριακή
σακάτης ήλιος , ρούχα γιορτινά φορούσε ,
όσο κι αν σπάραζε η ψυχή κι αν προσπαθούσε
βαραθρονότανε `κείνη η ιαχή .

Περιπλανόμενος σε μαύρη καταχνιά
κάπου στο Κάϊρο ... θε νάτανε Φλεβάρης ,
μούπες δειλά ... ο θεριστής κι ο αλωνάρης
να μέβρουν θέλω σε αγγέλων γειτονιά .

Στα μέρη του Ισλάμ κάθε που βρίσκομαι
κάτι στα μέσα μου λειώνει τα σωθικά μου ,
σκίζει τη σάρκα μου ... πατάει τα ιερά μου
στης ιστορίας την κλεψύδρα αναλίσκομαι .

Του πόθου ιέρια ...του έρωτα θεά
βρέθηκα μέσα σου μιά νύχτα του Χειμώνα ,
με κείνη την κρυφή του νου κρυψώνα
με τρόπο μυστικό επικοινώνησα .

Στην κολυμπήθρα σου ήρθα να βαφτιστώ
ένας αιώνιος δεσμώτης του μοιραίου ,
υιός χωλός ... προσκηνητής του Ναζωραίου
στο αναπόφευκτο γυμνός να βυθιστώ .

Χωρίς να θέλω έκανα μιά προσευχή
δεν ξέρω αν θάπρεπε να σπάσω την σφραγίδα ,
μα λέω ότι σε κυκλώνα καταιγίδα
στον κόρφο σου έκλαψα ... σαν μάνα κι αδελφή .

...................................................................................................

Κι όλοι θα πουνε σαν σιγίσει ο αχός
λόγους πικρόχωλους ... το ρέκβιεμ μιας πόρνης ,
κι όταν εισπράξει τους δασμούς του ο τελώνης
θα καταπιεί το όραμα ... μαύρος καπνός .

Μιά γκρίζα νύχτα ... ξεδοντιάρα ... σκοτεινή
σαν φάρος έλαμψε αραβικό χατζάρι ,
κι ήρθε στο άτι του το μαύρο να σε πάρει
παρθένος πρίγκηπας ... εσένα τη φτηνή .

Αντικαθρέφτισμα ατόφιου ασημιού
η πούλια σ` έκλαψε και ο αποσπερίτης ,
θυσία ζώσα στον βωμό της Αφροδίτης
σαν η μορφή σου πήρε όψη αγριμιού .

Μόνη και άκλαφτη στο φως αναχωρείς
και χαυνωμένη τον Αχέροντα διαβαίνεις ,
στην όχθη αντίπερα σε δράκο ανεβαίνεις
αφού δεν βρίσκεται να σε υποδεχθεί κανείς .




Κάϊρο , ταξιδεύοντας να ανέβω στο MV ELVER
Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2010 2100



Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-03-2012