Η βόλτα

Δημιουργός: j.Kandylis

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Αμέριμνες, μοναχικές βραδιές
που αρπάζονται με τις πρώτες συγκινήσεις
αχτένιστες, κατσουφιασμένες αναμνήσεις
που ξεπηδούν σαν τα βατράχια απ' το χτες.

Κάποιες απρόσμενες, τυχαίες αναφορές
μία παρέα συμφοιτητών που χωρατεύοντας, τα πίνουν
δυο άγνωστοι περαστικοί, τα χέρια δίνουν
κι εγώ χαζεύω το καϊμάκι που έχει ο καφές.

Σάββατο βράδυ στην πλατεία του αη-Νικόλα
καλοκαιράκι, μόλις που χάνεται ο ήλιος
όσα τηλέφωνα κι αν πήρα, κανένας φίλος
δυο κατοστάρικα στην τσέπη, όλα κι όλα.

Μα είχα στη ματιά μου τη φλόγα ακόμα
τον ενθουσιασμό, της άγνοιας το θράσος
ένα δεντράκι ήμουν, που θα γινόμουν δάσος
και τη βροχή που αναγεννά το χώμα.

Είχα στη πλάτη μου ένα δισάκι όνειρα
που όσο περνάει ο καιρός, όλο και αδειάζει
τώρα η απόγνωση τις νύχτες με φωνάζει
στενέψαν της ζωής τα περιθώρια.

Αρνιότανε η καρδιά τον φόβο
κάθε αφορμή γινότανε και αιτία
μία καλώς εννοούμενη αλητεία
τώρα ωριμάσαμε, λένε, με τον χρόνο.

Μια σκέψη αποζητάει τον άνθρωπο της
και τι δεν θα 'δινα να ξαναζήσω αυτά τα χρόνια
τότε που ήθελαν να 'ρθουν τα χελιδόνια
τώρα συνήθισε η ψυχή τον μαρασμό της.

Παλιά μου χρόνια, πόσο σας έχω επιθυμίσει
φοιτητής, επαρχιώτης στη Αθήνα
τώρα τα βράδια μου, δεν μοιάζουν σαν εκείνα
την μοναξιά σας την έχω νοσταλγήσει.

Φαίνεται από τότε μου 'γινε συνήθεια
να βγάζω τον εαυτό μου, έξω, βόλτα
σαν τότε που εχαράζαμε την ρότα
μίας ζωής που δεν μας είπε την αλήθεια.

Τώρα τίποτα, πια, δεν με θυμίζει
στην μοναξιά μου την ηθελημένη
μια μαριονέτα από κλωστή δεμένη
απόμεινε στις πλατείες να γυρίζει...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-04-2012