Πλάτανος

Δημιουργός: Nikos8

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στον Πλάτανο ήρθα να δω τ’αρχοντικά τα ωραία.
Σχολειά και σπίτια πέτρινα, ιστορικά μοιραία.
Ήρθα να δω την εκκλησιά στο λόφο εκεί ψηλά,
και τότε μ’είδε ο δάσκαλος κι είπε δειλά δειλά.

Τι κάνει εδώ ένας ζωντανός μαζί με πεθαμένους;
Ήρθες να δεις πώς ζούσαμε σαν τους καταραμένους;
Όχι του είπα δάσκαλε, πώς ζούσατε το ξέρω.
Ήρθα μονάχα να σε δω, και νέα να σου φέρω.

Μού ‘γνεψε τότε ο δάσκαλος μαζί του να βαδίσω,
και στο τραπέζι μ’έβαλε δίπλα του να καθίσω.
Ήρθε η κυρά του δάσκαλου κρασί να με κεράσει.
Χίλια καλά με φίλεψε μα η ώρα είχε περάσει.

Δάσκαλε, είπα, ευχαριστώ και πήγα για να φύγω,
μα εκείνος με συμβούλεψε να μείνω κι άλλο λίγο.
Κάτσε, μου είπε, για να δεις πώς ζούνε οι πεθαμένοι,
και πως νεκροί δεν είμαστε, αλλά λησμονημένοι.

Φοβήθηκα, μα κάθησα να δω τους πεθαμένους.
Ξεφύτρωναν σαν ροδανθοί απο τάφους ανοιγμένους.
Με αγάπη υποδέχονταν όλους τους νεοφερμένους
και ποιήματα διαβάζανε με στίχους πονεμένους.

Μου είπε τότε ο δάσκαλος να πάω πιο κοντά του.
Νεκρός κι αν ήταν άκουσα πως χτύπαγε η καρδιά του.
Άκου, μου είπε πώς κτυπά, με δάκρυα στα μάτια.
Πάρ’τη στα χέρια σου αγκαλιά και κάν’τη δυο κομμάτια.

Τό’να κομμάτι κράτα το έτσι να με θυμάσαι,
να βλέπεις όνειρα όμορφα τα βράδια όταν κοιμάσαι.
Μα το κομμάτι το ύστατο βρες του πατρίδα άλλη,
τούτος ο κόσμος ο άσχημος να ομορφήνει πάλι.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-04-2012