Ο Αθανατος σεριαναει στους μελλοντες(δ)

Δημιουργός: zentikes, Αλεξανδρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B][I]
MΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
Η Άνοιξη έμπαινε απ’ την ανατολή, λουλουδιασμένη.
Σαν πουλαράκι στα πρώτα δειλά του βήματα, σηκώνεται, πέφτει, ξανασηκώνεται… και να το!
Να τρέχει στα λιβάδια.
Έτσι κι αυτή, τσουχτερή, υγρή, αλλά γεμάτη φως και λάμψη.
Σαν να λέει “βλέπεις δυσκολεύομαι αλλά περπατάω”. Έντυσε τη μυγδαλιά στ’ άσπρα κι έστειλε μια αχτίδα φωτός ν’ αστράψει στη λεπίδα που κράταγε.
Άστραψε και στο μυαλό του και είδε την “πόρτα” που καθόριζε την ζωή του από δω και πέρα.
Άνοιξε την πόρτα στο μικρό δωμάτιο στην ταράτσα.
Κοίταξε τον άνθρωπο που σε κάποια στιγμή τη νύχτα ζωγράφισε στον τοίχο. Στο στόμα του είχε εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο που είχε και στο όνειρο του, στα μάτια του, υπήρχαν φορές, που έβλεπες όλο το θηλυκό γένος κι άλλοτε, σαν αλάνι του λιμανιού, σε κοίταζε με ειρωνικό και σκληρό βλέμμα.Ποτέ δεν κατάλαβε αν ήθελε να ζωγραφίσει άντρα η γυναίκα.
Κοίταξε στο χαμηλό κρεβάτι το ανδρείκελο που έκλαιγε, οι βαφές είχαν ξεφτίσει και ανάμεσα στο φτηνό μεηκ απ έβγαιναν μερικές τρίχες που ξέφυγαν απ το κερί.
Το ξενύχτι έβγαζε στην φόρα τους μαύρους κύκλους της πρέζας κάτω από την χρυσαφιά μάσκαρα.
Γύρισε σ’ ένα παλιό ράδιο, έβγαλε το καπάκι από πίσω, και της έδωσε ένα φακελάκι.
Τα μάτια της τρεμόπαιξαν μια στο φακελάκι και μια στο ράδιο
“Παρ’ το δεν έχει άλλο, μια δοκιμή ήταν για μένα”.
Έφτιαξε μια γραμμή με σκόνη στο γυάλινο τραπεζάκι και ρούφηξε με δύναμη απ την μύτη.
Τα μάτια της δάκρυσαν και ένα σύννεφο σκόνης γέμισε και κάλυψε τα εγκεφαλικά της κύτταρα.
Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε τα βιβλία του, έκανε να πιάσει ένα. Της τίναξε με δύναμη το χέρι μακριά.
“Εντάξει είσαι, πάρε τα φράγκα και φύγε, δεν τα θέλω”
“Πως μπαίνουν στα κόλπα κάτι χαρτοπόντικες σαν εσένα;”
“Είδες; ερμαφρόδιτη κατάσταση. Αμόλα”
Έφτιαξε το κοντό φουστάνι, ταλαντεύτηκε στα ψηλοτάκουνα παπούτσια και βρόντησε την πόρτα πίσω της. Στις σκάλες ακούστηκε το μαστουρωμένο γέλιο της.
Πήρε μια πετσέτα την έβρεξε και άρχισε να τρίβει με μανία τα χέρια του, το λαιμό το στέρνο λες και μπορούσε να βγει με το τρίψιμο βρωμιά και η σαπίλα που είδε κι ακούμπησε .
Οι κρόταφοι του βροντούσαν .
Άνοιξε το ψυγείο και ήπιε λίγο κατακάθι από κάποιο μπουκάλι κρασί. Το τσάκισε με μανία στον απέναντι τοίχο.
“Που ξεκίνησα και που έφτασα;” μουρμούρισε
“Αυτό έψαχνα; Από τον αγώνα στο περιθώριο κι από εκεί, στο περιθώριο εδώ; Απ’ τις διαδηλώσεις και τις μάχες, στο λούκι; ντρόγκες και φιξάκια;
Είναι περιθώριο αυτό ή είναι το σύστημα στην πιο απλοϊκή του μορφή;
Δεν το βλέπουν όλοι;
Όχι
Αυτό είναι το ξέφτι που κάποια στιγμή το βλέπεις να κρέμεται στο καλό σου το σακάκι και το κόβεις Έτσι μένει ακέραια η αρχοντιά του συστήματος.
Κι αυτός τι είναι τώρα;
Ξέφτι;
Πήρε το καλό του σακάκι από την ντουλάπα και βγήκε στην ταράτσα. Βάλθηκε να το κοιτά, το φόρεσε και γύρισε μέσα να το δει στον καθρέφτη.
ΑΨΟΓΟ.
Αν όμως βάλει το πάνω κουμπί στην δεύτερη τρύπα;
Αυτό είναι.
Φαίνεται κακοραμμένο άσχημο και να, κάτω από το δεξί μανίκι πετάγονται δυο ξεμαλλιάρικα ξέφτια. Αυτό ήταν.
Κουμπί έπρεπε να γίνει, να κουμπώνει τα πάντα στραβά, παντελόνια, σακάκια, ζωές, κοινωνίες τα πάντα να τα κούμπωνε στραβά.Να φαινόταν άραγε σε όλους τότε η ασχήμια του συστήματος;
Κατέβηκε στον δρόμο.
Άντε να βρεις πρωί πρωί να πιεις κάτι.
Περπάτησε αργά μέχρι την πλατεία.
Νυσταγμένη η πολιτεία ακόμη, δεν πρόλαβε να πιει καφέ.
Σιωπή.
Οι ήρωες στα βάθρα κοιμόντουσαν ακόμη.
Ο μπάρμπα- Στάθης, αλκοολικός εδώ και τριάντα χρόνια, κοιμόταν δίπλα στο άγαλμα.
Αυτός ήταν το “κορδόνι”. Ήθελε λέει, να δέσει την εργατιά με την διανόηση. Κάπου απ’ το πολύ κυνηγητό λύθηκε, τα έχασε και τα δυο και βρέθηκε εδώ πεταμένος κάτω από τον Μπότσαρη.
“Μήπως μας ειρωνεύεται η ζωή;” ρώτησε τον κοιμισμένο άντρα.
Έψαξε τις τσέπες του και βρήκε ένα μισογεμάτο μπουκάλι, στηρίχτηκε στο βάθρο και ήπιε μια γερή γουλιά.
“Μήπως δεν έφταιγα που ναι όλα ψεύτικα;
Έτσι και μπεις μέσα στο λούκι τους είσαι φυτό”, σιγοψιθύρισε
Μάζεψε τα πόδια σαν έμβρυο, ήταν τσουχτερή η αυγούλα.
Θυμήθηκε Εκείνον, τον κοίταζε.
Οι άλλοι, κουρασμένοι από το κρυφτό με την αστυνομία και την πολύωρη πορεία είχαν φύγει, μερικοί είχαν αράξει σ’ ένα εγκαταλειμμένο κτήριο λίγο πιο πέρα.Και μόνο αυτός κι Εκείνος είχαν μείνει γύρω από το βαρέλι με την φωτιά. Κοίταζε το στεγνό, αξύριστο πρόσωπο. Ανάμεσα στις πορτοκαλιές αναλαμπές τις φωτιάς, η μορφή του χάνονταν, ποτέ στον ουρανό μαζί με τον καπνό και ποτέ έμπαινε βαθιά μες το βαρέλι καίγοντας και τα τελευταία σκουπίδια που υπήρχαν.
Μίλησε, όχι δυνατά, αλλά λες κι η φωνή έμπαινε μέσα του και έκαιγε και τα δικά του τελευταία σκουπίδια.
“Ένα μυρμήγκι πάνω στο δέντρο είμαι, ο κορμός στραβός, ίσιος, σάπιος ,γερός δεν ξέρω, μπαίνει μέσα μου χωρίς να γνωρίζω. Κλαδιά πολλά, μπαίνω σ’ ένα, προχωράω δοκιμάζοντας τα φύλλα, τα άνθη, τη δροσιά και την δίψα τους, κολλάω την βρωμιά και την αρρώστια τους.
Τελειώνω, γυρίζω πίσω στο πλάτωμα, καθρέφτης.
Κοιτάζω.
Στα μαλλιά άνθη, στα χέρια φύλλα, γίνομαι κλαρί π’ ανθίζει, τέλειωσε, πάω σε άλλο γυρνάω, ζω Ξαναγυρίζω στο καθρέφτη γεμάτος βρωμιά. Γίνομαι σκατά. Χαίρομαι.
Οι έννοιες ευτυχία, δυστυχία, απόλυτο, τάξη, σύνολο, βρίσκονται μέσα μου.
Πολλά κλαδιά, πολλά δέντρα, κουράζομαι, μπερδεύομαι. Αφήνω χέρια και πόδια και πέφτω στην απόλυτη σταθερότητα.
Γη.
Θα πλανηθώ για λίγο και θα βρω άλλο δέντρο να ξεκινήσω”
Ο μπάρμπα- Στάθης κουνήθηκε. Σε κάποια συγκέντρωση μιλάει, στους εργάτες.
“Αφήνω πόδια και χέρια και πέφτω στην απόλυτη σταθερότητα, τη γη”, μουρμούρισε.
Πήρε τον δρόμο πάλι για το σπίτι, ανέβηκε στο δώμα, το ένιωθε, πήρε ένα τετράδιο και στυλό και βγήκε στην ταράτσα.
Εκεί, πήρε να κοιτάει την ανατολή .......................

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-05-2012