Τέλος: τα σκουλήκια

Δημιουργός: Αλέξανδρος, Αλέξανδρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center]
Σκουλήκια μεταξιού τη σάρκα μου πως τρων
και οι πληγές ορθάνοιχτες αναζητούν ελπίδα.
Μα της ψυχής μου λειτουργιά είναι η λεπίδα
και κοινωνός παπάς ο διχασμός λυτρών’.

Την ερημιά φορώ με κόσμο που δειπνώ,
σταυροκοπιέμαι και το Θεό αρνούμαι,
Σκουλήκια μεταξιού που όλο και θυμούμαι
για δικαιοσύνη κι έρωτα συνέχεια όταν πεινώ.

Δίπλα μου όλοι του χρέους οι ανθρώποι
ή άνθρωποι, αλήθεια, πια δεν ξεχωρίζω.
Το ζήλο απ’ τη ζήλεια μάταια να χωρίζω
όταν με αποζητούν σκύλοι και κόποι.

Τις θάλασσες μισώ και τις στεριές φοβούμαι
Σκουλήκια μεταξιού πως την ψυχή μου τρων.
Πεθαίνουνε οι γέροντες, πού κάλαντα να πούμε;
Στην αγκαλιά των τύψεων μ’ αρέσει να τρυπών’.

Αλήθεια αγάπησα πολύ, με ηδονή και πάθος,
τα σύγνεφα τα γαλανά και τα ξερά πηγάδια
όπου έριχνα με στεναγμό – απύθμενο το βάθος –
τους στίχους μου σαν μέθαγα της λευτεριάς τα βράδυα.

Αν δέσω τη δέση, για μια ζωή θα δένομαι.
Αν ζήσω τη ζωή, για πάντα εγώ θα ζήσω.
Κι απ’ τη φωτιά στερνή φορά σαν καίγομαι,
των σκουληκιών νερό μου φτάνει για να σβήσω.
[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-09-2012