Άνθρωπος και άλογο

Δημιουργός: ΜΙΧΑΛΗΣ 63, ΠΑΠΑΣΤΥΛΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Άνθρωπος και άλογο

Καιρό πριν από μας παλιότερα ,στη ζήση των παππούδων,
τότε που ήταν ζωντανά και άνθρωποι αντάμα,
ήταν λιβάδι ζηλευτό, κληρονομιά αρχόντων,
πού ‘χε για όλους αρκετό, νερό αλλά και νάμα.

Όλοι το γροικούσανε ,κανείς να μπει να ζήσει,
γιατί στη μέση είχε θεριό, πολύ που το φυλούσε,
το ‘χε και το καμάρωνε, απ’ την αυγή στη δύση,
και αν κανείς το ζύγωνε, άγρια τον κοιτούσε.

Κι ένα πρωί, πολύ πρωί , άνθρωπος αλόγου, λέει.
Έγώ και συ είν’ μπορετό, και το θεριό να λείψει,
καβάλα να σε ανεβώ, και γω σε σένα χρέη,
αν το θεριό σκοτώσουμε, αρχόντου θα ‘χεις ζήση.

Περήφανο το άλογο, σκλαβιά δεν την ποθούσε,
κι ευθύς εκεί συμφώνησε να γίνει του ανθρώπου,
για μια καλύτερη ζωή, μακριά που την θωρούσε,
κι έκατσε και το έζεψε, για μιας μεριάς του τόπου.

Μαζί φωτιές εβγάλανε κι ορμήσανε σα λύκοι,
για ένα βιο που θέλανε, χωρίς σκλαβιάς σκοτάδι,
και το θεριό το κάνανε, να σου το παίρν’ η λύπη,
κι ένας παράδεισος γι αυτούς, έμεινε για μοιράδι.

Φχαριστημένοι και οι δυο, γυρίζει του ανθρώπου,
το άλογο και του μιλεί, να βγάλει το καπίστρι,
στου παραδείσου πια μαζί, σ’ ευλογημένου τόπου,
θεοί θα είναι κι αδερφοί, σε κανενός αγκίστρι.

Εκεί καβάλα που ήτανε, ο άνθρωπος γροικιέται,
και μια στιγμή το σκέφτεται , πως θα ‘τανε μονάχος,
να γίνει τούτος αρχηγός, στη φύση να καυχιέται,
και τράβηξε τα γκέμια του, και μένει καβαλάτος.

Ευθύς του αλόγου του ‘ρθανε, οι απ’ αρχής οι φόβοι,
πως του ανθρώπου η ψωριά , είναι τα’ αρχηγιλίκι,
κι αφού το χέρι του ‘δωσε, να βγει απ’ το ξεροβόρι,
δούλος του δούλου έγινε, με το χαλκά στη μύτη.

Το μύθο αυτόν σαν άκουσα, τον έκανα τραγούδι,
να τον ακούν τα’ αφεντικά, να τραγουδούν οι δούλοι,
μήπως και βάλουνε μυαλό, και κάτσουν και σκεφτούνε,
πως δούλοι, δούλων όλοι τους, είναι και μη καυχιούνται.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-09-2012