Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
5ο γράμμα για τους Wasungu, τί τρώνε

5ο γράμμα για τους Wasungu, τί τρώνε

Δημιουργός: anuya, Diogenees

θα αναρτήσω άν θέλει ο Θεός όλες τις (9) επιστολές κ παρακαλώ άν κάποιος έχει εκδοτικό οίκο να τις δημοσιεύσουμε σε βιβλίο ή άν κάποιος γνωρίζει κάποιον εκδοτικό οίκο να με φέρει σε επικοινωνία, τώρα που κλείνουν 100 χρόνια

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B][font=Palatino Linotype][color=navy]Πέμπτη επιστολή
Birkhain, 2 Οκτωβρίου 1912
Mukama! [βασιλέα!]
Η βασιλική καρδιάΣου θυμώνει, γιατί ακόμη δέν Σου έχω γράψει τί τρώνε οι Wasungu;
Μεγάλε και ισχυρέ κύριε! Πρόσταξε στο λαόΣου [να τηρήσει] δύο μέρες σιωπής ωστε αυτό το φοβερό που θα Σου πώ τώρα να βρεί τόπο να χωρέσει στο νούτους: Οι Wasungu είναι ψυχοφάγοι [Seelenesser], είναι καννίβαλοι.
Την τροφή που η γή προσφέρει, την αναμιγνύουν με κομμάτια διαφόρων ζώων. Προπάντων γουρούνια, βόδια και άλογα σκοτώνουν και σε πολλά κομμάτια σκίζουν και τεμαχίζουν. [1]
[1][σημείωση του Hans Paasche: ο Lukanga ανήκει, καθώς δείχνει αυτή η επιστολή, σε μιά νέγρικη φυλή καρποφάγων [δηλαδή ακρεοφάγων]. Σε έναν άνθρωπο που ζεί έτσι [χωρίς κρέας ώς τροφή] πρέπει οπωσδήποτε να φαίνεται παράδοξο που τώρα στη Γερμανία γίνεται ακριβώς λόγος για λιμό επειδή το κρέας έγινε ακριβό. Οι αξιοσημείωτες απόψεις του Lukanga μπορεί να κάνουν τους αναγνώστεςμας να αναλογισθούν οτι πραγματικά ολόκληροι λαοί δέν απολαμβάνουν καθόλου κρέας – πράγμα που βεβαίως εμείς δέν θέλουμε να το χωνέψουμε. Όσο για την σημείωση του Lukanga για το σκυλοσφαγείο στο Halle, επιβεβαιώνεται και απο μία εφημερίδα που έχω στη διάθεσήμου, όπου γράφεται οτι στο Halle εξ αιτίας της έλλειψης κρέατος άνοιξε ένα σκυλοσφαγείο και βρήκε μεγάλη υποστήριξη [απο τη γερμανική κοινωνία]].
Σκυλιά σφάζουν και τρώνε σε μιά πόλη που λέγεται Halle. Το γατίσιο κρέας, μόνο κρυφά αναμιγνύεται με άλλες τροφές. Κανένας δέν θα το αγόραζε άν το ήξερε, γι’ αυτό το ψιλοκόβουν και το ανακατεύουν με άλλα κρέατα μέσα σε βαρέλια, και ύστερα το βάζουν μέσα σε έντερα βοδιών και το πουλάνε [λουκάνικα]. Σε κάποια μέρη το ανακατεύουν επίσης με αλεύρι και λίπος και το τρώνε απο μεγάλα όστρακα θαλασσινών [αντί για πιάτα]. Μόνο ανθρώπους δέν τους επιτρέπεται να σφάζουν και να τρώνε.
Κάποια απο αυτά που λέω τα ξέρω όχι γιατί τα είδα ο ίδιος, αλλα γιατί μου τα είπε κάποιος απο την πολυπληθή φυλή των Korongo[2]. Πολλά όμως τα είδα και ο ίδιος, γι’ αυτό πιστεύω αυτά που μου είπε ο Korongo.
[2][σημείωση του Hans Paasche: Korongo σημαίνει «γιγάντιος ερωδιός». Προφανώς ο Lukanga με αυτό εννοεί τους "Wandervogel"]
[δηλαδή «φυλή των Korongo» ονόμασε ο Lukanga τους "Wandervogel", που ήτανε κίνημα της νεολαίας στη Γερμανία, νέοι άνθρωποι που ζητούσαν ελευθερία, επιστροφή στη φύση, και υπευθυνότητα. Λεπτομέρειες στο http://en.wikipedia.org/wiki/Wandervogel Το κίνημα ξεκίνησε με την πιό αγνή ιδεολογία, φαίνεται όμως οτι στην πορεία διασπάσθηκε σε πολλά παρακλάδια και διεφθάρη. Σήμερα υπάρχουν ακόμη στη Γερμανία καμιά πέντε χιλιάδες άτομα που αυτοαποκαλούνται "Wandervogel" [επι λέξει: «περιπλανώμενα πουλιά»]]
Είδα έναν άνθρωπο ο οποίος τεμαχισμένα πτώματα μοσχαριών, που ακόμη στάζαν αίμα, απο μία άμαξα τα έπαιρνε πάνω στον ώμοτου και τα κρεμούσε σε ένα σπίτι [κτήριο] έτσι ώστε ο καθένας που περνούσε να βλέπει τα πτώματα. Και άντρες και γυναίκες περνούσαν απο εκεί και ήταν κεφάτοι παρόλο που βλέπανε αυτό το πράγμα [τεμαχισμένα πτώματα]. Ο άνθρωπος [αυτός] επίσης κρεμούσε εσωτερικά μέρη [εντόσθια] απο ζώα και έγραφε πάνω σε αυτά [ταμπελάκια με] αριθμούς, διότι ήθελε χρήματα για αυτά, όταν κάποιοι θα τα αγόραζαν. Τα πτώματα σκίζονται σε κομμάτια και τα κομμάτια πουλιούνται το καθένα ξεχωριστά, σάν να ήτανε φρούτα. Το αίμα των ζώων επίσης [το πουλάνε και] το τρώνε.
Είπα «οι Wasungu τρώνε». Αυτό δέν είναι σωστό [ακριβές]. Δέν τρώνε, χάφτουν. Και κάθε τί που ρίχνουν στο στόματους προετοιμάζεται έτσι ωστε να το χάφτουν και όχι να το τρώνε. Υπάρχουν βέβαια ανάμεσα στους Wasungu μερικοί που καταλαβαίνουν ωστε να τρώνε την τροφήτους. Στην μεγάλη πλειονότητατους όμως είναι χάφτες [=άνθρωποι που χάφτουν· στο πρωτότυπο «die meisten aber sind Schlucker», επι λέξει «άνθρωποι που καταπίνουν»].
Η γλώσσατους έχει δύο λέξεις [ρήματα] για την λήψη τροφής: "Essen" [τρώω] και "Fressen" [καταβροχθίζω]. Αυτοί οι χάφτες λένε οτι οι ίδιοι τρώνε [essen], ενώ τα ζώα καταβροχθίζουν [fressen]. Όταν όμως σε έναν Sungu έδειξα πώς ένα βόδι αναζητά χορτάρια στο λιβάδι και του είπα οτι και εκείνος θα ήταν καλύτερα να «καταβροχθίζει» ["fressen" καθώς το λένε] όπως το ζωντανό, τότε εκείνος μου κάκιωσε.
Τα γουρούνια που προορίζουν να φάνε οι Wasungu τα αρρωσταίνουνε παρα φύσει, για να γίνουν όσο γίνεται πιό χοντρά. Αναγκάζουν αυτά τα ζώα να χάφτουν βιαστικά και ύστερα να αναπαύονται [να μήν κινούνται]. Με αυτόν τον τρόπο παχαίνουν τα ζώα. Και όπως τα γουρούνια, έτσι παχαίνουν και τους εαυτούςτους. Αυτό το πετυχαίνουν με πολλούς τρόπους. Ένας Sungu δέν περιμένει την πείνα να τον πληροφορήσει πότε να φάει, αλλα πάει και ψάχνει μήπως βρεί τίποτα που με ευχαρίστηση να το χάψει.
Για να είναι σίγουρος οτι θα παχύνει τον εαυτότου, καθορίζει επακριβώς συγκεκριμένες ώρες για να χάφτει ακόμη κι άν δέν πεινάει. Και όχι στα σκοτεινά, ούτε μόνος, αλλα με άλλους Wasungu μαζί. Την ώρα που χάφτει έχει τα μάτιατου ορθάνοιχτα. Καθώς χάφτει ένα φαγητό, κοιτάζει σε ένα σημείωμα, όπου είναι γραμμένα τα επόμενα φαγητά. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να χάφτει ακόμη πιό γρήγορα. Αφού δέν τρώει απο πείνα και το φαγητό δέν του φαίνεται νόστιμο, τρώει με τα μάτια, και τρώει πάντα το επόμενο φαγητό και όχι εκείνο που έχει στο στόματου. Στο σημείωμα [μενού] δέν βρίσκεται καμία τροφή που να μήν είναι ανάμικτη [απο διάφορα τρόφιμα] και πυρωμένη [μαγειρεμένη με φωτιά]. Και για να μή μασάει, ο κάθε χάφτης ρίχνει στο στόματου ποτά πάνω απο την τροφή. Όλοι οι Wasungu συνηθίζουν και τα ποτά επίσης να τα χάφτουν αντί να τα απομυζούν.
Ένας κοινώς χρησιμοποιούμενος τρόπος να προάγουν την πάχυνση των σωμάτωντους, είναι ο εξής: οι Wasungu κανονίζουν κάμποσοι μαζί να κάθονται γύρω απο ένα τραπέζι και να χάφτουνε τα ίδια φαγητά. Έτσι καταφέρνουν να χάφτουν πάρα πολύ παρόλο που δέν πεινάνε. Έρχονται υπηρέτες που προσπαθούν να διεγείρουν την απληστία των χαφτών. Αυτό το κάνουν με το να φέρνουν τα φαγητά (των οποίων τα ονόματα ο κάθε χάφτης προηγουμένως διάβασε στο σημείωμα), τα φέρνουν απο πίσωτου μπροστά στο πρόσωποτου καθενός χάφτη με τη σειρά και τα κρατάνε για λίγη ώρα μπροστάτου, ώσπου να πάρει κάτι απο αυτά. Επειδή δέ, όλοι οι χάφτες παίρνουνε απο τον ίδιο δίσκο [του σερβιτόρου], τους δημιουργείται η εντύπωση οτι ο καθένας πρέπει να προλάβει να πάρει κάτι πρίν το πάρει ο άλλος, και έτσι εξασφαλίζεται το να παίρνουν όλοι κάμποσο φαγητό.
Όταν αρχίζουν να ρίχνουν στο στόματους, ξεφωνίζουν ο ένας προς τον άλλο και με αυτόν τον τρόπο εξωθούνται να χάφτουν ακόμη ταχύτερα. Άλλωστε, είναι υποχρέωση του υπηρέτη να απειλεί διαρκώς τους χάφτες να τους πάρει ξαφνικά απο πίσω[τους] τα πιάτα με τα φαγητά, και με αυτόν επίσης τον τρόπο επιτυγχάνεται ο σκοπός της ταχύτερης κατάποσης των φαγητών. Και για να νιώθουν οι χάφτες την υποχρέωση να ξεφωνίζουν, βάζουν [στο εστιατόριο] δώδεκα ανθρώπους να φυσάνε [σαλπίζουν] με κέρατα και να χτυπάνε [κάτι πράγματα] κάνοντας σαματά.
[παρατήρηση του μεταφραστή: είναι αλήθεια οτι στα ξένα εστιατόρια οι σερβιτόροι θεωρούν υποχρέωσητους να παίρνουν τα πιάτα απο τα τραπέζια μόλις υποψιαστούν οτι ο πελάτης σταμάτησε να τρώει. Αυτή η συνήθεια στα ελληνικά εστιατόρια δέν είναι τόσο ισχυρή, αλλα κερδίζει έδαφος λόγω ξένων επιρροών. Στο εξωτερικό, οι σερβιτόροι και σερβιτόρες είχαν τόση μανία να παίρνουν τα πιάτα ακόμη και μισογεμάτα, που είχαμε όντως φόβο οτι θα μας πάρει το πιάτο ενώ θέλουμε να φάμε ακόμη, και αστειευόμασταν λέγοντας «άν έρθει τώρα να πάρει το πιάτο, θα του/της χτυπήσουμε έτσι το χέρι με τα δάχτυλάμας λέγοντας ‘άσ’το κάτω! κάτ’ τα κουλά-σ’!»]
Σε αντίθεση με όλα αυτά, όταν σκέφτομαι τους στίχους του Rubega, είναι για εμένα σάν να βγαίνω απο την καπνιά στον ελεύθερο άνεμο. Επίτρεψέμου, Mukama [βασιλέα], να γράψω εδώ τα λόγια του μεγάλου [εκείνου] ιερέα, για να τα θυμηθώ και εγώ ο ίδιος ακόμη πιό ζωντανά. Ο Rubega λέει:
«παρατηρήστε, άνθρωποι, ένα καρύδι. Γιατί η ψίχατου περιβάλλεται απο το κέλυφος; Μήπως για να το καθαρίζει ο ένας και να το τρώει ο άλλος; Όχι! Είναι έτσι, ωστε εκείνος που θα το φάει, να το καθαρίζει απο το τσόφλι και έτσι να μή μπορεί να γεμίζει με μιάς το στόματου ώς επάνω [αφού καθαρίζει και τρώει ένα ένα τα καρύδια].
Πρέπει, όταν τρώς, ο νούςσου να είναι στο έδαφος, απο το οποίο ο καρπός πάρθηκε. Και άν ακόμη δέν ήσουν ποτέ εκεί [όπου η τροφή παράχθηκε], ωστόσο η ευχήσου εκεί [στο έδαφος] πρέπει να παραμένει όση ώρα τρώς.
Γι’ αυτό, πήγαινε στο δωμάτιο [χώρο] που φτιάχτηκε για να τρέφεσαι και μείνε εκεί μόνος ώσπου η ευχήσου να χορτάσει [=ώσπου να αισθανθείς οτι ευχήθηκες αρκετά, ευλόγησες αρκετά τη γή που σε τρέφει]. Αλλα πρέπει να είσαι ξαπλωτός την ώρα που τρώς. Έτσι, στο άνοιγμα του δωματίου [στην οροφή] έχεις τον ουρανό απο πάνωσου, όπου είναι γραμμένο το πότε μπορείς να τρώς. Δηλαδή, κατα τη διάρκεια της ημέρας, με το ατελείωτο γαλάζιο, μπορείς να τρώς. Τη νύχτα όμως έχει αστέρια εκεί, και η σκέψησου προσκολλιέται σε εκείνα· τότε πρέπει να απέχεις απο τροφή».
Mukama [βασιλέα], όταν βάζω [συγκρίνω] τους Wasungu [ευρωπαίους] δίπλα στους Wakintu [νέγρους], τότε γνωρίζω ποιός λαός είχε ώς τώρα τους καλύτερους συμβούλους.
[παρατήρηση: το κείμενο λέει «die Verse des Rubega», τις στροφές στίχων του Rubega, που σημαίνει οτι τα λόγιατου ήταν διατυπωμένα έμμετρα [μάλλον σε 16σύλλαβους στίχους κατα την παράδοση των Bantu] και μπορούσαν να τραγουδηθούν, πράγμα που βέβαια δέν φαίνεται παρα μόνο στην αφρικανική γλώσσα όπου αρχικά διατυπώθηκαν].
Υπάρχουν μεταξύ των Wasungu πολλοί που ζούν με εξαιρετικά μεγάλο πάχος [σαφώς περισσότερο απο τους άλλους], και σε κάθε ομάδα εργαζομένων βρίσκεται ένα ορισμένο μέρος [ποσοστό] τέτοιων παχύσαρκων. Και όμως, παρόλο που κάνουνε κάθε τί ωστε το συντομότερο δυνατό να χάσουν την ικανότητα να σηκώσουν όπλα και να βαδίσουν εναντίον του εχθρού, ωστόσο δέν χάνουν κανένα απο τα πολιτικάτους δικαιώματα. Και άν πώ σε έναν πολεμιστή που κατάντησε σε τέτοιο πάχος, οτι στην Kitara πλήρη πολιτικά δικαιώματα έχει μόνο όποιος σημειώσει ορισμένη επίδοση σε αγώνα δρόμου, τότε αυτός [ο χοντρός] μόνο που χάφτει ακόμη περισσότερο.
Ζούνε σε συνεχές άγχος μήπως δέν γίνει το σώματους αρκετά ανάμικτο και φαγωμένο απο τη φωτιά. Μόνο για την αληθινή τροφή δέν νοιάζονται καθόλου, και μάλιστα περιφρονούν την [φυσική] τροφή γιατί φοβούνται οτι με αυτήν [τη φυσική τροφή] θα αποκτήσουν μόνο ενεργητικότητα και χαρά της ζωής αλλα όχι πάχος.
[εδώ ο Lukanga βλέποντας οτι τρώνε μόνο φαγητά ανάμικτα απο διάφορα υλικά και που έχουν υποστεί πολλή θέρμανση, δηλαδή μαγείρεμα, συμπεραίνει οτι θέλουν να κάνουν το σώματους σάν την τροφήτους: ανάμικτο και μαραμένο απο τη φωτιά. Αληθινή τροφή ονομάζει την τροφή όπως τη δίνει η φύση: απλή και ωμή· απο τέτοια τροφή απομακρύνονται όσο μπορούν περισσότερο, άρα ο Lukanga συμπεραίνει οτι δέν θέλουν να έχουν ενεργητικότητα και χαρά της ζωής, αλλα θέλουν να παχαίνουν και έχουν συνεχώς άγχος μήπως δέν παχαίνουν. Αυτό ακούγεται σήμερα κάπως παράδοξο, αλλα ήταν απολύτως αληθινό· μέχρι πρίν λίγες δεκαετίες στην Ελλάδα όπως και στην Ευρώπη το πάχος θεωρούνταν υγεία και ομορφιά. Ακόμη και σήμερα πολλοί Έλληνες και Ελληνίδες θεωρούν το λεπτό σώμα καχεκτικό και άσχημο. Σε κείμενα του Κοσμά του Αιτωλού περιγράφονται με καμάρι «παιδιά παχιά σάν γουρουνόπουλα», ενώ τα λεπτά ήταν αξιοθρήνητα και περιφρονητέα. Άλλωστε η γλώσσαμας ακόμη και σήμερα ταυτίζει πλήρως το πάχος με τη δύναμη: το λεπτό σώμα λέγεται «αδύνατο», και η ποθητή ακόμη απόκτηση λεπτού σώματος λέγεται «αδυνάτισμα», συχνά λέμε «πρέπει να αδυνατίσεις» λές και είναι καλό να έχεις λιγότερη δύναμη! Με όλη τη σημερινή μόδα που εκθειάζει τις λεπτές κοπέλες, είμαστε σήμερα το πιό παχύσαρκο έθνος της Ευρώπης [άν όχι του κόσμου ολόκληρου], και αυτό δέν μας στενοχωρεί ιδιαίτερα! Αυτά που σημείωσε ο Lukanga στην προηγούμενη παράγραφο, ήταν απόλυτα κυριολεκτικά, και ισχύουν ακόμη ώς σήμερα].
Καταβάλλουν πολύ κόπο στο να καταστρέφουν όλα εκείνα που ρίχνουν στην κατσαρόλατους [=όλα τα τρόφιμάτους] και να αφαιρούν απο αυτά την γεύση του ήλιου [=φυσικήτους γεύση], και προς τούτο το κυριότερο μέσο που χρησιμοποιούν είναι η δυνατή και μακράς διαρκείας φωτιά.
[αυτά, που γράφηκαν στα 1912 μ.Χ., δέν έχουν καθόλου αλλάξει ώς σήμερα. Ελάχιστοι άνθρωποι είναι σήμερα που τρέφονται κυρίως με ωμή ή ελαφρά και υγιεινά μαγειρεμένη τροφή. Πολύ καιρό προτού βρώ τις επιστολές του Lukanga, είχα γράψει αρκετά ποιήματα και πεζά δοκίμια πάνω στο θέμα της προηγούμενης παραγράφου, π.χ. http://users.sch.gr/ioakenanid/cuisine.htm ]
Κατόπιν τούτου [του μαγειρέματος] ρίχνουν σε όλα τα φαγητά αλάτι, και τότε λένε «είναι νόστιμο». Αλάτι και νοστιμιά είναι για τους Wasungu ένα και το αυτό. Και ό,τι έχει γεύση απο αλάτι, χάφτουν απο αυτό τόσο που να μή μπορούνε άλλο.
[τα ανωτέρω επίσης είναι κυριολεκτικά και ισχύουν όχι λιγότερο σήμερα. Όταν μιά φορά η πρώην σύζυγόςμου δοκίμασε κοτόπουλο teriyaki σε ιαπωνικό εστιατόριο, ενθουσιάστηκε τόσο που ήθελε να μου περιγράψει [δεδομένου οτι έτρωγα μέν κρέατα αλλα ποτέ κοτόπουλο] πόσο νόστιμο ήταν. Μου είπε οτι ήταν το πιό νόστιμο πράγμα που είχε δοκιμάσει ποτέ, και οτι η νοστιμιάτου ήταν κάτι αλλιώτικο, δέν ήταν απο αλάτι – με άλλα λόγια, μέχρι τότε δέν ήξερε οτι μπορούσε να υπάρχει κάτι που να είναι νόστιμο όχι απο αλάτι].
Πρώτον, το να εξωραΐζεις βλαβερά πράγματα που κανένας δέν θα έπρεπε να τα τρώει, έτσι ωστε να μπορούν να τα χάφτουν, και δεύτερον, το να καταστρέφεις τα καλά πράγματα τόσο ωστε να γίνονται ίδια με τα βλαβερά, αυτές οι δυό δουλειές θεωρούνται σ’ αυτούς μεγάλη τέχνη, και προπάντων οι γυναίκες ασχολούνται σχεδόν όλη την ημέρα με αυτήν την τέχνη που ονομάζεται «μαγείρεμα» ή «τηγάνισμα», ανάλογα με το άν υπερθερμαίνουν νερό ή λίπος προς τούτο.
Στο προηγούμενο γράμμα σου μίλησα για την θήκη του σώματος [=κορσέ] των γυναικών και είπα οτι αυτό το πράγμα το εφεύραν οι άντρες για να κάνουν τις γυναίκες ασθενικές. Κατα τη γνώμημου το μαγείρεμα επίσης οι άντρες το εφεύραν για να μήν αφήνουν στις γυναίκες καθόλου χρόνο να σκέφτονται και έτσι να τις κρατάνε μέσα σε ζοφερή άγνοια. Και έτσι τώρα όλοι πιστεύουν οτι αυτό [το μαγείρεμα] είναι αναγκαίο στη ζωή. Μπορεί όμως να είναι και μιά Ανώτερη Δύναμη [=θεϊκή βούληση] που με αυτόν τον τρόπο εκδικείται την κακία των ανθρώπων, δεδομένου οτι αυτή [η Ανώτερη Δύναμη] τους αναγκάζει να χάφτουν τα μαγειρεμένα έτσι ωστε οι γυναίκες να μήν παύουν να μαγειρεύουν. Έτσι είναι καταδικασμένοι [όχι μόνο να τρώνε ανθυγιεινά αλλά] και να γίνονται νωθροί εξαιτίας της πάχυνσης.
Αστραφτερέ ηγεμόνα! [«Strahlender Fürst!», βασιλικός τίτλος] Για τον υπηρέτηΣου δέν είναι εύκολο εδώ να τρέφεται ανθρώπινα. [=σε αυτόν τον τόπο δέν μου είναι εύκολο να τρέφομαι ανθρώπινα]. Αλλα μή φοβάσαι καθόλου: ο Lukanga, ακόμη και ανάμεσα σε αυτούς τους σκυλοφάγους, τρέφεται με δύναμη του ήλιου.
Και όταν κατα τη διάρκεια της ημέρας ξαπλώνει ανάμεσα σε δύο βράχους πάνω στην κορυφή ενός βουνού και αφήνει τα μάτιατου να αναπαυθούν στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού, τότε το άρωμα ενός καρπού του ξυπνά μέσατου επιθυμία βαθειά για ζωή. [και εδώ ο Lukanga μιλά για τον εαυτότου σε τρίτο πρόσωπο, λέει «αυτός» αντί «εγώ»].
Μόνος πάνω σ’ ένα βουνό στη χώρα των Wasungu: Τί [θαυμάσιο] συναίσθημα είναι αυτό, να είμαι ο πρώτος νέγρος που πατά στην κορυφή αυτού του βουνού! Και μάλιστα, όντας δικόςΣου υπηρέτης,
[ο] Lukanga Mukara.
[στο κλείσιμο κάθε επιστολής ο Lukanga Mukara χρησιμοποιεί κάποια αφορμή να μιλήσει τιμητικά για τον βασιλέατου, στον οποίο απευθύνει τις επιστολέςτου, και να αναφέρει τελευταίο το όνομάτου].[/align][/B]
[σάν αυτά που έγραψε ο Lukanga σε αυτήν επιστολή, έχω γράψει σε διάφορα κείμενα. Σε τούτα θα ήθελα να προσθέσω για την απίστευτη [πέρα και εκτός απο το θέμα της υγείας] κακοτυχία που δέρνει όλους τους ανθρώπους που τρέφονται με άθυτα πτώματα, και είναι τόσο μεγαλύτερη κακοτυχία, όσο ανώτερο είναι το ζώο που φονεύθηκε. Αυτά που η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ώς κατάλληλα για σφάξιμο και σκότωμα για τροφή, είναι τα πιό ανόσια, και προπάντων το πιό ανόσιο είναι η ειδεχθής θανάτωση των αγελάδων, ακριβώς γιατί η αγελάδα είναι το κατ’εξοχήν σύμβολο της αγάπης στο ζωικό βασίλειο. Αρνούνται οτι για την κακιά τύχη φταίει η πτωματοφαγία, διότι δέν παραδέχονται οτι το ζώο έχει ψυχή, ούτε οτι υπάρχουν πνεύματα φθονερά που φωλιάζουν στη νεκρή σάρκα, ούτε οτι υπάρχει Θεός που τιμωρεί για τον άδικο και ανίερο θάνατο των ζώων, οτι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησε, ουδέ τέρπεται επο τῃ απωλείᾳ ζώντων. Δεύτερο που θα ήθελα να προσθέσω είναι οτι το περισσότερο απο το φαγητό που παράγεται, αγοράζεται, μαγειρεύεται, και σερβίρεται, καταλήγει στα σκουπίδια. Οι Έλληνες Wasungu το έχουνε ντροπή να αδειάσουν το πιάτοτους: σε όλα τα φαγάδικα παρατηρώ χωρίς υπερβολή το μισό φαγητό παρατημένο σε κάθε πιάτο, και πολύ συχνά τα 2/3, ακόμη και τα ¾ του φαγητού αφημένα για πέταμα. Την ίδια ώρα θεωρούμε αναγκαίο να χρησιμοποιούμε χημικά ή ακόμη και μεταλλαγμένα για αύξηση τάχα της παραγωγής τροφής].

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-12-2012