Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
στη Δημοκρατία του Δημιουργού

στη Δημοκρατία του Δημιουργού

Δημιουργός: anuya, Diogenees

dua=ευχή, para=χρήμα. Kimin parası, kimin duası "αλλουνού τα λεφτά, αλλουνού η ευχή", παροιμία που σημαίνει οτι κ με χρήμα μπορεί να βοηθήσει κανείς όπως κ με ευχή. Το κάλεσμα για προσευχή λέγεται ezan, ο προσκαλών σε προσευχή: müezzin, αραβικά "μου'αδιν"

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B][font=Palatino Linotype][color=navy]την ιστορία που σας λέω μου διηγήθηκε ένας ραφτάκος
που απ’ την χώρα του «...tat! sawitur!...» εξορίσθηκε ο δόλιος
ήταν εκεί ευτυχισμένος, τώρα εχει πίκρα ο καημένος
έχουνε dua αντί para στου «...tat! sawitur!...» την χώρα
έχουν ευχή αντι για χρήμα, η ευχήτους είναι το χρήμα
απο τα «...tat! sawitur!...» εκατόν οκτώ απολαμβάνει
κάθε πολίτης εκεί για κατώτατο ημερομίσθιο
είτε προφορικά ειτε γραπτά αυτο το νόμισμα δίνουν
αλλα με καθαρή προφορά και σωστή πρεπει νά’ναι
και καθαρά γεγραμμένο προσεκτικά με το χέρι
άν καποιος το υποπτευθεί οτι ειναι κίβδηλο ή και κλεμμένο
να το απαγγείλει με ορθοφωνία απαιτεί ο προσκομίζων
πλήρες το «...tat! sawitur!...» τριανταδύο συλλαβών εχει μάκρος
άλλοι προτείνουν άλλες ωδές αλλα δέν κανουν για όλους
νόμισμα κράτους του δήμου: του Δημιουργού ειναι το ποίημα
είναι κατάλληλο για όλους και για τους άθεους ακόμη
και όπου ειν’ αυτό σεβαστό ο καλιγιούγκας θέση δεν έχει
και όποιων το ξέρουν φωτίζει το νού να βλέπουν την τύφλα
και όσους τυφλώνονται απο απληστία ή απο φθόνο εξορίζουν[/align][/B]


(ώς 2012-12-26)
Αναφέρομαι σε ένα αραβικό παραμύθι που μπορείτε να βρείτε κ στον ιστότοπομου. Εδώ το παραθέτω όπως το βρήκα, τροποποιώντας μόνο τη σειρά των λέξεων, κ αποκαθιστώντας την αυθεντική μορφή του νομίσματος που χρησιμοποιείται στη Δημοκρατία του Δημιουργού, στη χώρα του «...tat! sawitur!...». Ολόκληρο το «...tat! sawitur!...» βρίσκεται στο σχόλϊομου κάτω απο το παραμύθι.
Μιά φορά ο Σκρούτζ McDuck θύμωσε με τον Κύρο Γρανάζη γιατί εφεύρε κάτι που κάνει το χρήμα άχρηστο. Άν αυτή η εφεύρεση σας αρέσει, παρακαλώ διαδόστε σε όλους τους φίλουςσας αυτό το παραμύθι, με το οποίο θα διαλυθούν όλες οι παραμύθες, δηλαδή οι μεγάλες απάτες.
[B][font=Sylfaen][color=navy]Mια φορά κι έναν καιρό, φτωχός και λίγο περίεργος ένας ράφτης ήταν, τους ανθρώπους με τη συμπεριφοράτου παραξένευε. Αυτό που πιο πολύ τους παραξένευε, το πώς δούλευε ήταν: Περίπου μιά ώρα δούλευε, έπειτα το μαγαζάκιτου άφηνε, στο τζαμί πήγαινε, στο μιναρέ ανέβαινε, σαν κάτι νά έψαχνε στον ουρανό προσεκτικά κοίταζε. Ύστερα κατέβαινε, στο μαγαζάκιτου πίσω γύριζε, να εργάζεται συνέχιζε, και κάνα δυό ώρες μετά στο μιναρέ ξαναπήγαινε. Όλη μέρα αυτό γινόταν.
Γιατί άραγε; η ιστορία του ποιά να είναι;
Λοιπόν πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά μόνοςτου πως ζούσε λένε. Κελεμπίες και καφτάνια ράβοντας καθιστός τις μέρεςτου περνούσε. Όταν κουραζόταν, να κοιμηθεί έπεφτε, με την αυγή για να ξυπνήσει, τους ανθρώπους για προσευχή να καλέσει και απ’ τον Αλλάχ μιά σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι να του δώσει ζητούσε.
Λοιπόν μια μέρα και ενώ ο ράφτης για προσευχή το κάλεσμα ακόμη δεν είχε τελειώσει, μεγάλος ένας αετός δίπλατου χαμήλωσε, με τα γαμψά νύχιατου ψηλά τον σήκωσε και μαζί πέταξαν.
Ερήμους πέρασαν, θάλασσες πέρασαν. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε και τον φτωχό ραφτάκο σε μακρινής μιας πόλης άκρη ακούμπησε.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Στης πόλης τους δρόμους κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δέν γύριζε. Των ανθρώπων τα πρόσωπα φωτεινά ήταν, τα ρούχα τους καθαρά, με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στου «σουκ» (της αγοράς) την καρδιά, φασαρία δεν άκουγες ούτε τσακωμό έβλεπες. Οι άνθρωποι «...tat! sawitur!...» φράση μία ή περισσότερες φορές επαναλαμβάνοντας ειρηνικά αγόραζαν και πουλούσαν, αυτό που ήθελαν έπαιρναν, ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί έφευγαν.
Στην παράξενη πόλη η έκπληξητου μεγαλύτερη έγινε όταν σε ενός ράφτη το μαγαζάκι μπροστά στάθηκε και τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο τις κελεμπίες και τα καφτάνιατου να φτιάχνει είδε. Χαιρετάει και στου μαγαζιού το αφεντικό λέει: «όπως εσύ, και εγώ ράφτης είμαι. Στην πόλησας απο μακρινή χώρα ήρθα. Μήπως για εμένα δουλειά έχεις; γιατί σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη να ζήσω πολύ θέλω».
Και το αφεντικό του απαντάει: «κάθισε και βοήθαμε. Η πληρωμήσου κάθε μέρα εκατόν οκτώ «...tat! sawitur!...» θα είναι, κάθε εβδομάδα εφτακόσια πενήντα έξι «...tat! sawitur!...»».
Ετσι ο ράφτηςμας από του ραφτάδικου τον ιδιοκτήτη αυτά έμαθε, πως της «Tat! Sawitur!» πόλης οι άνθρωποι τα χρήματα δεν γνωρίζουν. Μόνο με «...tat! sawitur!...», με αυτήν τη φράση πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν. Λοιπόν κάθισε και στο ραφτάδικο δούλεψε· όταν το αφεντικό του: αυτής της περίεργης πόλης τις συνήθειες να του διηγείται άρχισε, έκπληκτος έμεινε. Όλα τα πράγματα εδώ με το «...tat! sawitur!...» γίνονται, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη της πόλης τα κορίτσια στην παραλία βόλτα βγαίνουν. Όλες τους με νερό μια στάμνα κουβαλάνε και αν κάποιος: απο αυτές μιά για γυναίκα του να πάρει θέλει, δεν έχει παρά το εξής να κάνει: «...tat! sawitur!...» φράση προφέροντας, από τη στάμνατης νερό να πιεί της ζητά. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γυναίκατου γίνεται.
Ο ράφτης ως την Πέμπτη περίμενε και κατά το απόγευμα στην παραλία πάει. Από τις όμορφες κοπέλες μιά απ’ τη στάμνατης να τον ξεδιψάσει συμφωνεί, γυναίκατου γίνεται και μαζίτου τη ζωήτης αρχίζει, στο όμορφο σπίτι που οι δυότους αρκετά «...tat! sawitur!...» πληρώνοντας αγόρασαν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν την δουλειάτου τελείωνε, από την αγορά με τα «...tat! sawitur!...» ό,τι επιθυμούσε αγόραζε και στη γυναίκατου, στο ευτυχισμένο σπίτιτου να γυρίσει βιαζόταν.
Όμως μια μέρα, ο ράφτης στην αγορά πηγαίνοντας τεράστιο ένα ψάρι βλέπει. Με αυτό όμοιο ψάρι στη ζωήτου ποτέ δεν είχε δεί. Να το αποκτήσει πολύ θέλοντας στον εαυτότου λέει: «με αυτό το ψάρι μέχρι να σκάσουμε θα φάμε! Το κάτασπρο κρέαςτου πόσο νόστιμο να είναι φαίνεται! Η γυναίκαμου με χίλιους τρόπους θα μου το μαγειρέψει!»
Ο ράφτης στο σπίτιτου το τεράστιο ψάριτου κουβαλώντας μπαίνει. Η γυναίκατου που τον βλέπει τρομάζει και του λέει: «στα χέριασου που κουβαλάς αυτό τί είναι; η απληστία σε τύφλωσε! Αυτό το ψάρι: δέκα άνθρωποι για να χορτάσουν είναι, ενώ εμείς μόνο δύο είμαστε! Απ’ την αγορά απο όσα χρειαζόσουν πολύ περισσότερα πήρες. Από εδώ κι εμπρός στου «...tat! sawitur!...» την πόλη να ζείς δικαίωμα πια δεν έχεις».
Τότε ο αετός ήρθε, τον ράφτη στα φτεράτου πήρε και μακριά πέταξαν. Ερήμους πέρασαν, θάλασσες πέρασαν. Ύστερα στο παλιότου μαγαζάκι μπροστά τον εναπόθεσε, και ο φτωχός ράφτης: στου «...tat! sawitur!...» την πόλη που έζησε τις όμορφες μέρες αναπολώντας την υπόλοιπη ζωήτου πέρασε. Στα καφτάνια και στις κελεμπίεςτου πίσω γύρισε, μόνο που κάθε μιά δυό ώρες στο μιναρέ ανέβαινε και τον ουρανό προσεκτικά κοίταζε, με την ελπίδα: μήπως ο αετός ξαναγυρίσει και μαζί για άλλη μιά φορά στου «...tat! sawitur!...» την χώρα ξαναπετάξουν...
Αλλά ο αετός ποτέ δέν γύρισε!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-12-2012