Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ταξίδι… (προειδοποιώ είναι πολύ μεγάλο)

Ταξίδι… (προειδοποιώ είναι πολύ μεγάλο)

Δημιουργός: Skylight, Σταμάτης Βαρσάμος

όποιος έχει κέφι διαβάζει... κουράγιο... χεχεχε!!!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Άντε ξανά απ την αρχή, έτσι για πλάκα
μια δόση χιούμορ, η γνωστή μου συνταγή
να μετατρέψω πάλι λέξεις σε στιχάκια
αν έχει νόημα; Θα δούμε όλοι μαζί…

Παίρνω χαρτάκι και φιλτράκι κι αναπτήρα
χαμογελάω καθώς βάζω τον καπνό
και ταξιδεύω σε μια άλλη ιστορία
σ’ αυτή που σήμερα είπα να μοιραστώ

Στην παραλία τρεις Αυγούστου το βραδάκι
και μαζεμένοι δέκα φίλοι στην φωτιά
αυτή η άμμο να τρυπώνει στο παπούτσι
και η κοπέλα να ζητάει αγκαλιά

Έχει πανσέληνο νομίζω, ίσως κι όχι
μία κιθάρα να βαράει μελωδικά
ο κιθαρίστα είναι φίλος και με ξέρει
μου λέει «τραγούδια να εφεύρουμε ξανά»

Δεν χάνω χρόνο και αρχίζω χαζομάρες
ψόφια στιχάκια και το νόημα ρηχό
από παιδί αυτό το κάνω στα παγκάκια
μάλλον θα είναι κάποιο ψυχολογικό…

Μα στην στιγμή, κάπως μου ήρθε μια ιδέα
και έτσι έκανα, μια παύση του λεπτού
τότε απόρησε μαζί μου η παρέα
και εγώ τραγούδησα στο ύφος του τρελού…

(Η παύση που λέγαμε…)

Αν αντικρίσεις πειρατή να μην φοβάσαι
δεν κλέβει όνειρα μονάχα τον χρυσό
είμαστε απένταροι εμείς, σ’ αυτό το πλοίο
και το ταξίδι μας δεν έχει προορισμό

Έιν’ το σκαρί μας απ την θάλασσα φθαρμένο
και τα κατάρτια μας πανιά, πια δεν κρατούν
θα ‘ταν ναυάγιο από χρόνια βυθισμένο
μα σαν τους φίλους οι θεοί το συμπαθούν.

Από φουρτούνα πόσα ξέρεις Καπετάνιε;
Φωνάζει ο μούτσος και γελάει δυνατά.
Πράμα του λέω και κοιτώ την προκυμαία
καθώς βαδίζω δε του ρίχνω ούτε ματιά.

Σ’ αυτό το πλοίο έχει γίνει ανταρσία
και ‘γω δεν ήμουν καπετάνιος φυσικά
ο Καπετάνιος παίζει τώρα στην κιθάρα
χαμογελάει, και κοιτάει την φωτιά.

Είναι κι ό ναύτης ο μικρός, ο ινδιάνος,
πάλι καπνίζει τα τσιγάρα τα βαριά
μου κάνει νόημα το χέρι του απλώνει
ευχαριστώ, μα ‘γω δε κάνω απ’ αυτά.

Μα οι θεοί, μάλλον τα βάλανε με μένα
και μας κεράσανε με κύματα σορό
έτσι όπως πέφτανε στην πρύμη λυσσασμένα
βάλαμε πλώρη, για λιμάνι προορισμό.

Πρώτο λιμάνι έτυχε να ναι Σικελία
εκεί σαλπάρουν μοναχά οι πειρατές
δεν είχα άλλη επιλογή, η τρικυμία
είχε ανοίξει στο σκαρί μας δυο πληγές.

(δίλεπτο διάλλειμα… μια ανάσα και να αυτοσχεδιάσω…)

Κάναμε στάση δυο λεπτά και δύο μήνες
να επισκευάσουμε στο σάπιο μας σκαρί
Μα στο λιμάνι περιμένανε κι εκείνες
μια γοργόνα, μια νεράιδα, κι ηδονή.

Τώρα ποια διάλεξα εγώ, δικό μου θέμα
μα όταν φύγαμε τις πήραμε μαζί»
ό ναύτης φώναζε «Σταμάτα είναι ατυχία
όταν γυναίκα περπατάει στην κουπαστή».

Μα η μια τους φώναξε «Για δες τούτο το χάρτη»
που οδηγεί σ’ ένα κρυμμένο θησαυρό
κι οι εφτά σα μαζευτήκαμε στην πρύμη
κάναμε ευθύς ένα συμβούλιο κοινό.

(Καθίστε βρε παιδιά λίγο… να το σκεφτούμε λίγο…
τι λέτε να πάμε… 9 ψήφοι θετικοί 1 αρνητικός (εγώ)
δημοκρατία είχαμε οπότε… συνεχίζουμε…)

Αποφασίσαμε λοιπών μαζί να πάμε
σε μέρος άγνωστο, σε ταξίδι μυστικό
σα μαγεμένοι όλοι οι άντρες τραγουδάνε
πορεία για τ’ άγνωστο, πυξίδα στο νερό…

(όλοι μαζι… )
Σα μαγεμένοι όλοι οι άντρες τραγουδάνε
πορεία για τ’ άγνωστο, πυξίδα στο νερό…

Ήταν μια νύχτα σκοτεινή κι έκανε κρύο
στην προκυμαία ήμουν 'γω μόνο κι αυτή
είχα το ρούμι αγκαλιά να με ζεσταίνει
το ‘πιαμε όλο και μας βρήκε η αυγή.

Τότε μου είπε πως ο χάρτης, ο κλεμμένος
κάλπικος χάρτης, δε υπήρχε θησαυρός
μα ήταν αργά ήμουνα πια ερωτευμένος
άντε να δούμε ποιος θα είναι ο προορισμός.

Είχαμε φτάσει στα στενά του Γιβραλτάρ
άγρια θάλασσα, φουρτούνα μανιασμένη
όπως και μέσα μου, οι ενοχές ηχούν
μοιάζουν με δαίμονες που ακούν οι κολασμένοι.

Στέκει ο χάρος μας στην πλώρη και γελάει
και το σκαρί να δίνει μάχη στο καιρό
τότε ακούω μια φωνή, ήταν ο ναύτης
«Κάπτεν χαλάρωσε θα φύγουμε από ‘δω»

Έκανα προς ολοταχώς, δεξιά μανούβρα
μετά ξανά αριστερή, πάλι δεξιά
κι αφού περάσαν τα στενά και η φουρτούνα
έριξα άγκυρα δύο μίλια μακριά.

(Παιδιά λέω να τερματίσω τι λέτε?
6 αρνητικοί - 4ς θετικοί
δεν είμαι τόσο δημοκράτης… πάμε για κλείσιμο…
στον Καπετάνιο – Κιθαρίστα δεν άρεσε μάλλον η ιδέα
και άρχισε να παίζει σόλο...
μετά από 1-2 λεπτά χαλάρωσε… άρχισε τον ίδιο ρυθμό και…)

Η νύχτα πέρασε και φάνηκε μπροστά μας
μια βάρκα πού ‘χε, καπετάνιο πειρατή
έπινε ρούμι, με ρακί και λίγο ούζο
ήτανε τύφλα, μες στη θάλασσα στουπί.

Μαζί τον πήραμε, σαλπάραμε και πάλι
πορεία τ΄ άγνωστο επιστροφή… χλωμή
Αφού περάσανε δυο μέρες και δυο νύχτες
είπα να μάθω τ’ όνομά του πειρατή.

«Καπτεν Γρηγόρης» φώναξε και δίχως άλλο
βήμα το βήμα ο πειρατής μ’ ακολουθεί
με μία κίνηση, το όπλο του μου δείχνει
και με ρωτάει «ποιος προορισμός με οδηγεί»

Όλοι οι άντρες μου μπροστά και εγώ δεν ξέρω
να πω αλήθεια ή το ψέμα το γνωστό
είμαι δειλός, κι έτσι ξανά παίρνω ανάσα
το παραμύθι και σ’ εκείνον θα το πω.

Μα ό Γρηγόρης ήξερε την ιστορία
ήξερε όντως που υπάρχει θησαυρός
αφού διόρθωσε λιγάκι την πορεία
ήξερα πια, αυτός ποιος είναι ο προορισμός.

Πέρασαν μόνο άλλες δύο εβδομάδες
φτάσαμε απέναντι, σε τροπικό νησί
δώδεκα βήματα ο θησαυρός μπροστά μας
εκεί σταμάτησα και δίπλα μου αυτή.

«Δεν μ’ ενδιαφέρει ο χρυσός, εγώ κερδίζω
έχω νεράιδα, και λόγο για να ζω»
γλυκά την φίλησα κι άρχισα να ελπίζω
πως πια δεν έψαχνα να βρω τον προορισμό.

Χρόνος το σήμερα, ακόμα είναι νύχτα
μα η φωτιά μας σιγοσβήνει τι να πω
ένα μου έμεινε μονάχα… καληνύχτα
νεράιδα μου να το ξέρεις… σ’ αγαπώ!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-08-2013