Του έρωτα και της πόλης

Δημιουργός: μιχαλης δαβ

Πολύ κλάμα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σφυρίζει ο αγέρας στο χωριό, σκιρτά η καρδιά του αγοριού
κι ένα αηδόνι το καλό σκύβει και λέει του παιδιού
-Τί έχεις νιέ και κλαίς και τρέχει σου το δάκρυ
γιατί σε άνθρωπο δε λές, τί πίνεις το φαρμάκι;

Μη συμφορά έπεσε στο σπίτι σου επάνω
μη δάκρυ έσταξε σε συγγενόυς τον τάφο;
-Ούτε συμφορά έπεσε στο σπίτι μου επάνω
ούτε δάκρυ έσταξε σε συγγενούς τον τάφο

Μόν' μια αγάπη είχα, χαρά ήταν της καρδιάς μου
τη σκεφτόμουνα τη νύχτα και ζέσταινε τα σωθικά μου
Είχε ομορφιά και χάρη, όσο χίλιες νύμφες
είχε του κόσμου όλα τα κάλη και όλες τις φροντίδες

Μα ήρθαν χρόνοι δίσεχτοι, κακοί καταραμένοι
και φτώχεια έπεσε σκληρή, που δεν ήταν μαθημένη
Την πήρε ο πατέρας της και πήγανε στην πόλη
μέλλον καλύτερο να βρούν και μόνη κλαίει η κόρη

Μόνο ένα γράμμα μου 'στειλε, για όσα της ετάξαν
λεκέδες είχε πάνω του, τα δάκρυα εκεί που στάξαν
μου λέει για πράγματα πολλά, απ' του κόσμου όλα τα πέρατα
μου ΄λέει για σπίτια φυλακές, για τσιμεντένια τέρατα

Και έτσι απόμεινα εδώ, μονάχος μου να κλαίω
να βρίζω οργισμένος τον Θεό και μόνος να υποφέρω
που μου την πήρε μακρυά κ' εχάθη η ομορφιά της
εκεί που πίνω σκέπτομαι, τη θολωμένη τη ματιά της

Και πώς να φύγω απο 'δώ, ν' αφήσω το βιός μου πίσω
στην πόλη να πάω να τηνε βρώ, πώς να την φέρω πίσω;
Πώς να περάσω μοναχός, του δρόμου όλους τους λάκκους
πώς να τα βάλω μοναχός, με τους χωροφυλάκους;

Παράτα με αηδόνι, στον πόνο μου άφησέ με
τί που τα λέω σε σέ, σάμπως μαζί θα κλαίμε;
εσύ θα φύγεις και θα πάς, σε άλλον πικραμένο
και θα ξεχάσεις μένανε τον συφοριασμένο

-Λόγια βαριά μου λες, του λέει τ' αηδόνι
και η ιστορία σου σκληρή, που την καρδιά ματώνει
όμως γι' αυτό και πλάστηκα, σ' ανθρώπους να πηγαίνω
όπου τους βρήκε συμφορά, για να τους αλαφραίνω

Σ' αυτές όμως τις πόλεις, τα νέα οχυρά
τ' αδέρφια μου τα πιάνουν και τα βάζουν σε κλουβιά
κι έτσι έμεινα μόνο μου, τους ανθρώπους να βοηθάω
και δεν ξέρω το άμοιρο σε ποιόν να πρωτοπάω

Πιαστήκαν έτσι αγκαλιά, ο νιός και τ' αηδόνι
και κλαίγανε μαζί, μέχρι να νυχτώσει
φύγανε και πήγανε, τον πόνο τους να πνίξουν
στου χωριού το καπηλειό, με κρασί να τον ποτίσουν

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-10-2013