Σαν σεξ με ευνούχο γιατρέ μου

Δημιουργός: Amersa K

Καλημέρα στους βουλιμικούς, άντε και στους άλλους!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Γιατρέ μου,

Βουλιμία δεν είναι αυτό που θέλεις να τρως πολύ κι ότι να ναι;

Ναι, γιατρέ μου, το παθαίνω πότε πότε, δηλαδή σχεδόν κάθε απόγευμα

και μου κρατάει γύρω στις τέσσερις ώρες.

Ξεκινάει με μια αναγούλα κι ένα αίσθημα ανικανοποίητου…

Σαν σεξ με ευνούχο.

Ακολουθούν σκοτοδίνες, απώλεια μνήμης, αίσθημα πτώσης, κατάπτωσης και απίσχνανσης.

Μετά χάνω την επαφή μου με το περιβάλλον και βαδίζω υπνωτισμένη προς την κουζίνα.

Μερικές φορές νομίζω πως το ταψί μικραίνει, μικραίνει και γίνεται σαν πιατάκι της πάστας.

Τι τρώω; Τι να φάω; ότι έχουμε στη φτώχεια μας τρώω...

Να σας περιγράψω, πολύ ευχαρίστως.

Επί παραδείγματι χτες.

Το κατάλαβα από το μεσημέρι πως θα ακολουθήσει η κρίση.

Καθώς έτρωγα τρία τηγανητά αυγά και μια σαλάτα ψάρι με απ’ όλα συν το ψωμί της οικογένειας,

έβαλα να βράζει μια κατσαρόλα παρμπόιλντ.

Μέχρι να γίνει, έφαγα το γλυκό του κουταλιού. Κυδώνι.

Μετά, έριξα στο ρύζι τέσσερα γιαούρτια λάιτ.

Για να μη στουμπώσω, έτρωγα ενδιαμέσως τη χτεσινή φασολάδα με τα κρουτόν σκόρδου.

Στις πέντε το απόγευμα έπλυνα τις κατσαρόλες, επτά πιάτα και δώδεκα κουταλοπίρουνα.

Ρούφηξα ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ με κάτι κουλουράκια,

κατάπια δυο τρεις μπανάνες για να ξεβγάλω το στόμα μου,

τσιμπολόγησα κάτι φιστίκια Αιγίνης, μια κούπα στραγάλια από τ’ αφράτα

και κάτι μπομπονιέρες κουφέτα που τις φιλούσα από τους γάμους της ξαδέρφης μου της Αγάθως για ενθύμιο.

Με πλεχτό πετσετάκι.

Τι χρειάζονταν τα κουφέτα;

Τα κουφέτα δεν χαλάνε, εν τούτοις ένιωσα κάποια ενόχληση στο στομάχι

και ήπια δύο κόκα κόλες που τις συνόδευσα με πίκλες κουνουπίδι και μια κονσέρβα μπαμπού.

Γιατρέ μου, έχετε δοκιμάσει χταπόδι κοκκινιστό από κονσέρβα;

Την παίρνω συχνά, την τρώμε, δηλαδή εγώ, οι άλλοι αργούν να έρθουν…

Έχει μια γλυώδη γεύση και η ντομάτα κάπως μυρίζει…

αλλά καλό είναι…


Ά, ναι, στο θέμα μας…

Πάντως η ενόχληση συνεχιζόταν.

Είχαν αρχίσει και οι ειδήσεις των οκτώ.

Στην τρίτη φράση περί του νέου κρατικού προϋπολογισμού, κόπηκαν τα πόδια μου.

Έπεσα στο κρεβάτι σαν άγκυρα πετρελαιοφόρου.

Άπλωσα την κοιλιά μου στο πλάι και προσπάθησα να την αγκαλιάσω.

Αδύνατο!

Σύρθηκα μέχρι την τραβέρσα και άρχισα να ξερνάω στο πατάκι.

Ξερνούσα περί το εικοσάλεπτο. Σαν μπετονιέρα...

Ο συνολικός όγκος πλησίασε το κυβικό μέτρο.

Έπιασα το πατάκι απ’ τα κρόσσια και το πέταξα.

Σαν να μου φυγε ένα βάρος.

Γιατί με κοιτάζετε έτσι γιατρέ μου;

Μα τί λεπτομέρειες; εσείς με ρωτήσατε. Εσείς δεν με ρωτήσατε;

Καλά, καλά!

Μετά έκλεισα την τηλεόραση κι έβαλα κλασσική μουσική.

Στράους!

Ναι! Στράους!

Η κόρη μου πέρσυ, τά 'φτιαξε με τον μουσικό, τριάντα χρόνια μεγαλύτερος ο αλήτης!

Τα τίναξε από τροφική δηλητηρίαση… Μας έμειναν τα σιντιά…

Σέρβιρα ένα ουίσκι κι ένιωσα μια ποιότητα να κατακλύζει τη ζωή μου, γιατρέ μου…

Ένα τράβηγμα στο στομάχι με οδήγησε και πάλι στο ψυγείο.

Άδειο…Λίγη μουστάρδα μόνο και πήγα για ύπνο.

Εκείνες τις ώρες να φάω φρούτα και λαχανικά;

Τρώω καλέ, πώς δεν τρώω, τα φρούτα έχουν βιταμίνες πρέπει να τα τρώμε!

Εμένα δεν μου πολυαρέσουν πειράζουν το στομάχι μου, αλλά πρέπει…


Πολλά φρούτα έτρωγε η φίλη μου, η κυρία Μιμόζα στο διπλανό δυάρι.

Θεός σχωρέστην.

Απίστευτες ποσότητες.

Είχε και άνοια.

Την τάιζα στο στόμα.

Σαν μανούλα μου τη φρόντισα.

Δεν θα την ξεχάσω ποτέ γιατρέ μου…

Η καλή μου…

Μ’ έβριζε βέβαια, συχνά για τη συμπεριφορά μου λέει, τρελόγρια γιατρέ μου,

αλλά κατά βάθος μ’ αγαπούσε.

Στα χεράκια μου πέθανε.

Πέταξε σαν το πουλάκι…

Πνίγηκε με τα σύκα.

Κόλλησαν στο λαρύγγι της.

Τρία μαζί.

Εσείς δεν ξέρετε, σαν να χασα δικό μου άνθρωπο…

Ελαφρύ το χώμα…

Ναι, ναι… να συνεχίσουμε…

Κληρονομικότητα;

Ναι, βέβαια, είναι και μια κληρονομική τάση που έχω προς την κατανάλωση τροφών.

Από την μητέρα…

Ναι, ήταν παχιά…

Έ, αρκετά… οι ζυγαριές τότε έπιαναν μέχρι τα εκατό κι έτσι δεν μάθαμε ποτέ…

Κάποτε, φτώχεια ο κόσμος, εμείς τρώγαμε κάθε μέρα κρέας.

Στο τέλος καταλάβαμε πως αποδεκατίστηκαν τα αδέσποτα κι ήταν πολλά τότε, όχι όπως σήμερα που βγήκαν τόσες φόλες…

Ναι γιατρέ μου και δεν την βάσταξε η αμυγδαλιά -γερό δέντρο αλλά δεν την βάσταξε- ξεριζώθηκε ολόκληρη,

είχε πάνω τσάγαλα και την τελευταία γάτα της περιοχής.

Η μητέρα έσπασε το γοφό της και την κατάλαβε η κυρά – Χαρίκλεια, η γειτόνισσα,

και τό ‘πε στη γειτονιά και γίναμε ρεζίλι…

Άσχημο τέλος είχε η κυρά-Χαρίκλεια…

Κρητικιά ήταν… κάτι χαρούπια…

Δολοφονήθηκε λένε από κάτι κλέφτες.

Την βρήκανε με μια σακούλα στη μούρη…

Η αστυνομία είδε μια μισοφαγωμένη πλάκα βούτυρο κολλημένο στο τζάμι…

Λένε…

Είναι τραγικό γιατρέ μου να χάνεις πρόσωπα που αγάπησες…

Γι αυτό πληγώνομαι… και φωνάζω… και απομονώνομαι απ’ τον κόσμο…

Και τί να μου κάνουν τα χάπια γιατρέ μου,

εγώ πληγώνομαι απ’ τη ζωή μου…

Έχετε χάπι για τη ζωή μου;

Δεν χρειάζομαι, έ;

Γερή κράση γιατρέ μου, τό 'λεγε κι ο μακαρίτης ο Στέφος, ο εργολάβος…

πάει κι αυτός…

Δεν σας ενδιαφέρει είπατε;

Καλά γιατρέ μου, να φύγω…

Την άλλη Τετάρτη, έ;

Τελικά με συμπαθήσατε, το βλέπω…

Αντίο, αντίο…

...γιατρέ μου…



Όχι, δεν ξανάφαγα, είμαι εγκρατής!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-11-2013