Ένα τριαντάφυλλο για το Βαγγέλη

Δημιουργός: ΜΑΡΙΑ ΚΟΡΟΖΗ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΡΟΖΗ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

- Φύγε , σε παρακαλώ!
- Μα μωρό μου στ’ ορκίζομαι , μόνο εσένα αγαπώ καμία άλλη …και ότι έγινε ήταν ένα λάθος , μια παρόρμηση …έλα τώρα δεν μπορεί να πιστεύεις ότι αυτή η κοπέλα σήμαινε κάτι για μένα…
- Δε με νοιάζει τίποτα πια! Δε με νοιάζει αν την αγαπάς , αν το μόνο που ήθελες ήταν να την πηδήξεις ή αν το μόνο που ήθελες ήταν να με πληγώσεις …το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω να φύγεις!
- - Μα…
- - Αν μ’ αγαπάς έστω και λίγο φύγε!
Την κοίταξε με μάτια βουρκωμένα. Μπροστά του ήταν η γυναίκα που αγάπησε κάποτε με πάθος και που είχε προδώσει την περασμένη νύχτα. Μα τι στο καλό σκεφτόταν; Ότι θα μπορούσε ποτέ να τον συγχωρέσει που της ράγισε την καρδιά , που γύρισε στο σπίτι τους κουρασμένη απ’ τη δουλειά , αποζήτησε την αγκαλιά του και το θέαμα που αντίκρισε την έκανε να παγώσει : ο σύντροφός της ξαπλωμένος στο κρεβάτι τους κι από πάνω του μια ξαναμμένη πιτσιρίκα να του προσφέρει την απόλυτη ηδονή; Μάλλον ήταν πολύ ρομαντικός καταβάθος ! Την ήξερε καλά , μπορεί ν’ αγαπούσε με την ψυχή της αλλά με τίποτα δε θα συγχωρούσε την απιστία! Την κοιτούσε προσεκτικά . Ήθελε να πάρει μαζί του κάθε χαρακτηριστικό του προσώπου της , του κορμιού της , την αύρα της , τη μυρωδιά απ’ τα μαλλιά της . Γιατί ήξερε πως με το που θα έκλεινε εκείνη την πόρτα δε θα την ξανάβλεπε ποτέ πια! Πόσο οδυνηρό του φαινόταν όλο αυτό. Ξαφνικά του ήταν αβάσταχτη μια ζωή δίχως εκείνη δίπλα του! Μακάρι να το είχε σκεφτεί νωρίτερα αυτό …τώρα ήταν πια αργά! Κούνησε την παλάμη του χεριού του και της είπε «αντίο» ! Τον κοίταξε δίχως να του πει κάτι ! Αυτό τον πόνεσε ακόμα πιο πολύ!
Μόλις έκλεισε η πόρτα , η νεαρή γυναίκα σωριάστηκε σε μια καρέκλα . Όμως δεν έκλαψε όσο κι αν πονούσε. Ο χρόνος είχε στεγνώσει τα δάκρυά της προ πολλού . « Φτάνει πια κορίτσι μου! Δε θα κλάψεις ξανά για έναν άνδρα ! Δεν αξίζει! Αλλά βρε παιδί μου μα που πάω και τους βρίσκω;» συλλογίστηκε. Μόλις κατάφερε να ξαναβρεί την ψυχραιμία της πήρε τηλέφωνο τον καλύτερό της φίλο. Μόνο σ’ εκείνον μπορούσε να δείξει τις πληγές της καρδιάς της αφού μόνο εκείνος μπορούσε να την καταλάβει πραγματικά.
- Νίκο μου….
- Έλα καμάρι μου ! Είσαι καλά;
- Το παλεύω…
- Δε θέλω να σ’ ακούω έτσι! Δες το και διαφορετικά , δεν άξιζε ! κι ευτυχώς δηλαδή που το κατάλαβες νωρίς! Φαντάσου να χες δεχθεί τότε την πρόταση γάμου που σου είχε κάνει; Πιθανότατα όταν θα συνειδητοποιούσες πόσο ηλίθιος είναι , θα χες ένα μωρό στην αγκαλιά και τότε θα ήταν δύσκολο να τον βγάλεις απ’ τη ζωή σου .
- Έχεις δίκιο !Συγνώμη για χθες….σου τηλεφώνησα ξημερώματα εντελώς ασυνείδητα …αλλά μόνο εσένα έχω δίπλα μου , δεν είχα σε ποιον άλλον να μιλήσω….
- Καλά είσαι χαζή; Ξέρεις πως σ’ αγαπώ και πως πάντα θα μια δίπλα σου!
- Σε ευχαριστώ πολύ που είσαι στη ζωή μου! Αν δε σε είχα θα ένιωθα μισή!
- Κι εγώ το ίδιο μάτια μου! Να σου πω μανάρι μου , επειδή είμαι στη δουλειά τώρα γίνεται να τα πούμε αργότερα;
- Εννοείται γλυκέ μου! Σε ευχαριστώ για όλα!
- Μην το ξαναπείς αυτό! Τα λέμε!
- Τα λέμε…
Έκλεισε το τηλέφωνο. Ξαφνικά ένιωσε πιο δυνατή! Ο Νίκος της , ο καλός της φίλος ήταν πάντα δίπλα της …και στις καλές και στις δύσκολες στιγμές! Ακόμα θυμάται πως όταν εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο , εκείνος ήταν ο πρώτος που την πήρε τηλέφωνο για να τη συγχαρεί , τη στιγμή που οι δικοί της δεν έδωσαν καν σημασία. Πραγματικά ήταν πολύ τυχερή που τον είχε ! Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα , ήθελε να κινηθεί λίγο . Too drama for a day …και δεν της ταίριαζε αυτό, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με το νευρικό του χαρακτήρα της!
Την έπιασε ξαφνικά μια νοσταλγία για το παρελθόν της. Άνοιξε το πατάρι …πόσα παλιά αντικείμενα ,πόσες αναμνήσεις…τα μάτια της ξαφνικά φλέρταραν με ένα παλιό άλμπουμ φωτογραφιών. Το πήρε στα χέρια της και το περιεργάστηκε. Ήταν χειροποίητο …ναι θυμήθηκε …το είχαν φτιάξει μαζί με τον Νίκο χρόνια πριν , για να φυλάξουν σ’ αυτό όλες τις ωραίες τους στιγμές! Το άνοιξε και ένα πλατύ χαμόγελο ευθύς απλώθηκε στα χείλη της! Η πρώτη ημέρα που ήρθε σαν φοιτήτρια πια στην Αθήνα και είχε πάει για κρασάκια με τον Νίκο , τότε που ήπιαν λίγο παραπάνω , άρχισαν να λένε ανέκδοτα και γελούσαν σαν μικρά παιδιά! Ή τότε που γράφτηκαν στη σχολή χορού και μάθαιναν μαζί να χορεύουν αργεντίνικο τάνγκο…πραγματικά είχαν ταλέντο στο χορό! Οι φιγούρες τους ήταν ανεπανάληπτες …όπως κι οι τούμπες επίσης. Ή πάλι τις απόκριες εκείνες , χρόνια πριν , που μεταμφιέστηκαν σε σουλτάνο και χανούμισσα και πήγαν σε ένα πάρτυ μασκέ που διοργάνωναν κάποιοι φίλοι τους και χόρεψε τσιφτετέλι μπροστά σ’ όλον τον κόσμο μόνο για κείνον! Ή πάλι τότε που είχαν πάει παρέα στα μπουζούκια και έγινε χαμός! Ξαφνικά άρχισε να γελάει δυνατά. «Το τρελοκομείο…» σκέφτηκε. Έριξε άλλη μία ματιά στο πατάρι και το ενδιαφέρον της κέντρισε ένα ποτήρι διακοσμημένο από ειδικά χρώματα. Το είχε φτιάξει εκείνη στο εργαστήρι ζωγραφικής και μετά τη μετακόμιση το ξέχασε εκεί. Άπλωσε το χέρι της και τράβηξε το κουτί στο οποίο βρισκόταν το ποτήρι αυτό . Καθώς πήρε το ποτήρι στα χέρια της άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Ένα μικρό κουδουνάκι έπεσε καθώς τραβούσε το κουτί. Άφησε το κουτί στο τραπέζι , έσκυψε και το πήρε στα χέρια της .
Ξαφνικά γούρλωσαν τα μάτια της. Το κουδουνάκι αυτό…κάποτε υπήρξε ο προάγγελος ενός μεγάλου πόνου που βίωσε η καρδιά της. Της ήρθαν μνήμες τότε που ήθελε όσο τίποτα να ξεχάσει. Εκείνος ο μελαχρινός άντρας που έμοιαζε με άγγελο που ήρθε από τη μαύρη σάρκα της κόλασης …τα καστανά του μάτια , η λευκή του επιδερμίδα , τα τριανταφυλλένια χείλη του… ένιωθε πως το απαλό πρωινό αεράκι ζωγράφιζε τον άντρα αυτό πάλι μπροστά στα μάτια της. Για πόσα χρόνια τον είχε θάψει βαθιά μέσα της …που και που μάθαινε νέα του , ήταν άλλωστε διάσημος στο χώρο του , ίσως απ’ τους πιο περιζήτητους ηθοποιούς αλλά ποτέ δεν επεδίωξε να πάει να τον δει σε κάποια παράστασή του . Ήθελε να τον ξεχάσει , να τον βγάλει μια για πάντα απ’ την καρδιά της και νόμιζε πως το είχε καταφέρει αυτό…μέχρι σήμερα.
Love can touch us one time
And last for a lifetime…
Πόσο δίκιο είχε αυτός που το έγραψε αυτό…
Τον είχε γνωρίσει όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών σε μια παιδική θεατρική παράσταση και της έκανε τρομερή εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Αμέσως προσπάθησε να τον προσεγγίσει και τα κατάφερε! Όσο όμως τον γνώριζε , τόσο περισσότερο δενόταν μαζί του. Του είχε ανοίξει την καρδιά της , του είχε μιλήσει για τον πρώτο της έρωτα , για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τον πατέρα της και εκείνος έδειχνε τότε να την καταλαβαίνει . Όταν όμως άρχισε να υποψιάζεται ότι εκείνη τον ερωτευόταν άρχισε να απομακρύνεται. Βέβαια κάποτε του είπε πως νιώθει , της εξήγησε πως δεν μπορεί αυτός να είναι ο άντρας εκείνος που θα μπει στην ψυχή της αλλά όσο κι αν προσπάθησε να συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή ,της ήταν αδύνατο να νικήσει τον μικρό αυτό θεό που γεννιόταν μέσα της : τον έρωτά της για εκείνον ! Ξεκίνησε να του γράφει ποιήματα και να του τα στέλνει με την ελπίδα ότι θα καταλάβει εκείνος πόσο πολύ τον αγαπούσε ..όμως μάταια! Παρόλο που στην αρχή έδειξε ενθουσιασμό τελικά ήρθε εκείνο το πρωινό που του έστειλε ένα πολύ τρυφερό ποίημα και της ήρθε το τελεσίδικο , « Όπως και τα υπόλοιπα έτσι κι αυτό το ποίημά σου είναι πολύ όμορφο , μεστό αλλά νομίζω ότι έχουμε ξεπεράσει ένα όριο !!! Δε λέω να μη μου στέλνεις τις δημιουργίες σου , αλλά τόσο η αγάπη όσο και η επικοινωνία έχουν όρια! Κι εμείς δε θέλουμε να τα ξεπεράσουμε , έτσι δεν είναι;» . Από μία άποψη είχε δίκιο , είχε γίνει πολύ φορτική , του έστελνε συνεχώς ποιήματα με την ελπίδα να της απαντήσει , να πάρει λίγο γεύση από την παρουσία του , να μάθει νέα του , να σιγουρευτεί ότι είναι εκείνος καλά. Όμως εκείνος δεν το έβλεπε έτσι… αντίθετα άρχισε να τον ενοχλεί η παρουσία της στη ζωή του και αυτό το πείσμα της να του δείξει πόσο τον αγαπάει . Έτσι δημιουργήθηκε μεταξύ τους μια ρωγμή που μετά το τελευταίο του μήνυμα κανείς από τους δύο δεν προσπάθησε να επουλώσει. Κι εκείνη βλέποντας πια ότι είχε πέσει πολύ χαμηλά , ότι είχε εξευτελίσει τον εαυτό της με τον χειρότερο τρόπο ,πήρε την απόφαση να μην τον ενοχλήσει ξανά.
Όλα αυτά είχαν γίνει δέκα χρόνια πριν. Τώρα πια μέσα της δεν είχε απομείνει τίποτα από κείνο το αφελές , παρορμητικό και άβγαλτο κοριτσάκι. Αντίθετα είχε γίνει μια γυναίκα που ήξερε να πατά γερά στα πόδια της , να παλεύει για αυτά που αγαπά αλλά και να εκτιμά τον εαυτό της .
Όσο για εκείνον τον «άγγελο» , τον είχε θάψει βαθιά μέσα της. Αφοσιώθηκε στα μαθήματά της ώστε να μην έχει καθόλου χρόνο ούτε καν να τον σκεφτεί , πέρασε σε πανεπιστήμιο της Αθήνας και είχε καταφέρει να κάνει πολλά σπουδαία πράγματα μέχρι τώρα.
Κρατούσε σφιχτά στην παλάμη της το κουδουνάκι αυτό , ένα ενθύμιο από την παράσταση εκείνη που τον είχε πρωτοδεί. Ξαφνικά ένιωσε να την καταβάλει νοσταλγία για εκείνες τις ημέρες . Δεν της άρεσε το συναίσθημα αυτό καθόλου γιατί ήξερε πως βαθιά μέσα της ίσως και να φοβόταν τον άνθρωπο αυτόν. Και ο φόβος σε κρατά σε ισόβια δεσμά . Εκείνη όμως ήθελε όσο τίποτα να είναι ελεύθερη σαν τα άγρια άλογα που καλπάζουν ανέμελα σ’ απέραντα και μακρινά δάση.
Ένιωσε τα νεύρα της να τεντώνονται . Άρπαξε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Αθηνόραμα» και άρχισε να ψάχνει μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε. Ο «άγγελός» της λοιπόν πρωταγωνιστούσε στην θεατρική παράσταση «Άμλετ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ σε ένα καινούργιο θέατρο λίγα μέτρα πιο μακριά από το σπίτι της. Και η αποψινή θα ήταν η τελευταία παράσταση. Τι ειρωνεία; Τόσο καιρό βρίσκονταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον κι όμως ποτέ δεν έτυχε να συναντηθούν...
Έριξε μια ματιά στις πληροφορίες που αναγράφονταν στην επόμενη σελίδα, έκανε ένα τηλεφώνημα και έκλεισε ένα εισιτήριο για την αποψινή παράσταση. « Τώρα θα σας δείξω ανόητα συναισθήματα πόσο πιο δυνατή είμαι από εσάς ! Θα πάω να τον δω και δε θα νιώσω απολύτως τίποτα …αλλά τι βλακείες λέω; Πως θα μπορούσα άλλωστε να αισθανθώ κάτι; Πέρασαν τόσα χρόνια…μεγάλωσα πια και έμαθα να μην έχω ανάγκη κανέναν!» σκέφτηκε .
Η αποψινή βραδιά ήταν πολύ ιδιαίτερη . Ακόμα και τα στοιχεία της φύσης είχαν συμβάλλει ώστε να υπάρχει σε αφθονία η ομορφιά. Αν και ήταν χειμώνας , ο καιρός πιο πολύ θύμιζε καλοκαίρι. Το ολόγιομο φεγγάρι δέσποζε με αψεγάδιαστη ομορφιά κι υπερηφάνεια σαν πολύτιμο στολίδι στον ουρανό και ακόμη και σε μια πόλη όπως η Αθήνα που το νέφος υπάρχει σε περίσσεια απόψε μπορούσε κανείς να διακρίνει ακόμα και τα’ αστέρια.
Είχε φορέσει ένα από τα αγαπημένα της φορέματα , είχε φροντίσει ώστε το μακιγιάζ της να είναι απαλό και διακριτικό, τα μαλλιά της τα άφησε να χυθούν στο λαιμό και τους ώμους της και είχε τοποθετήσει στα χείλη της το πιο ζεστό της χαμόγελο. Κοιτάχτηκε για μια στιγμή στον καθρέφτη. Δε θύμιζε σε τίποτα εκείνο το κοριτσάκι δέκα χρόνια πριν. Είχε αλλάξει πολύ από τότε…είχε χάσει κάποια παραπανίσια κιλά που είχε , το κορμί της ήταν πια ιδιαίτερα ελκυστικό , με καμπύλες να το κοσμούν επιδέξια.
Έφτασε στο θέατρο στην ώρα της. Υπήρχε εκεί πολύς κόσμος που ήθελε να θαυμάσει από κοντά τον αγαπημένο του πρωταγωνιστή. Αν δεν είχε τηλεφωνήσει το πρωί , δεν υπήρχε περίπτωση να βρει εισιτήριο τώρα. Μπήκε στην αίθουσα και κάθισε στην θέση της. Η παράσταση ξεκινούσε. Είχε τρομερή αγωνία…πώς να ήταν άραγε εκείνος δέκα χρόνια μετά; Να ήταν όπως τον παρουσίαζαν οι φωτογραφίες : εκνευριστικά όμορφος και τώρα πια και γοητευτικός; Ή να είχε αλλάξει…να είχαν αρχίσει ήδη να σχηματίζονται ρυτίδες στις άκρες των ματιών του; Ποιος ξέρει;
Και ξαφνικά εμφανίζεται εκείνος. Ήταν πολύ πιο όμορφος από τότε , ακόμα και οι φωτογραφίες που κυκλοφορούσαν τον αδικούσαν πολύ. Έμεινε να τον κοιτάζει χαμένη μες τις αναμνήσεις. Δεν παρακολουθούσε την παράσταση , παρατηρούσε μόνο εκείνον. Ένιωθε να αναβιώνει τη στιγμή της πρώτης τους συνάντησης , τότε που της έπιασε το χέρι και της είπε : « είσαι ίδια η μητέρα σου» , « σας ευχαριστώ πολύ! Σ’ αυτή θέλω να μοιάσω άλλωστε» του αποκρίθηκε ντροπαλά και της απάντησε « Αυτό είναι σαν να υπονοείς ότι η μαμά σου είναι πολύ όμορφη» ή τη στιγμή που πήγε στα καμαρίνια για να του ζητήσει αυτόγραφο και μόλις της το έδωσε του είπε:
- Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Βαγγέλη!
Την κοίταξε περίεργα…
- Πως με είπες ; κύριε Βαγγέλη;
Σηκώθηκε της έπιασε ξανά το χέρι και της είπε:
- Μαρία δεν είπαμε πως σε λένε; Επανέλαβε μετά από μένα : Βαγγέλης!
- Κύριε Βαγγέλη!
- Βαγγέλης σκέτο! Δεν είμαι διπλός!
- Θα προσπαθήσω…
- Βαγγέλης σκέτο!
- Εντάξει Βαγγέλη…
Χαμένη όπως ήταν στις αναμνήσεις δεν καταλάβαινε πως πέρασε ο χρόνος! Η παράσταση τελείωσε και ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Κάποιοι κατευθύνθηκαν προς τα καμαρίνια για να συγχαρούν τους ηθοποιούς . Μπήκε κι εκείνη στον πειρασμό και κατέβηκε στα καμαρίνια να τον δει. Ο χώρος ήταν πολύ ωραίος και τα καμαρίνια φαίνονταν ευρύχωρα και άνετα. Περίμενε αρκετή ώρα μέχρι να φύγουν οι θαυμαστές αλλά αφού έφυγαν βρήκε το θάρρος και μπήκε στο καμαρίνι του. Την υποδέχθηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο χωρίς να την έχει αναγνωρίσει .
- Συγχαρητήρια για την παράσταση!
- Σας ευχαριστώ πολύ! Να στε καλά…
- Δε με θυμάσαι;
- Τι να σας πω; Η αλήθεια είναι πως κάτι μου θυμίζετε αλλά…
- Δε με θυμάστε κύριε Βαγγέλη …
Την κοίταξε για λίγο στα μάτια . Η ειλικρίνεια που έκρυβαν αυτά τα δύο μάτια του φάνηκε πολύ γνώριμη.
- Δεν πειράζει! Σου εύχομαι κάθε επιτυχία ! Να σαι πάντα καλά!
Φανερά απογοητευμένη έκανε μερικά βήματα για να φύγει. Του είχε γυρίσει την πλάτη κι ήταν έτοιμη να περάσει την πόρτα απ το καμαρίνι , και τότε τη σιωπή έσπασε εκείνος . « Μαράκι μου..» . Γύρισε και τον κοίταξε με τρόμο κι απορία ταυτόχρονα! Για κλάσματα δευτερολέπτου ένιωσε να γίνεται ξανά το μικρό εκείνο κοριτσάκι που ήθελε να ξεχάσει.
« Μαράκι εσύ δεν είσαι; Δεν το πιστεύω ! Πω πω πόσα χρόνια πάνε από τότε ; τι κάνεις; Είσαι καλά; Έχεις να πας κάπου απόψε μετά από εδώ;» . « Όχι! Σκόπευα να επιστρέψω στο σπίτι μου» του απάντησε. « Τότε σε παρακαλώ περίμενε! Μόλις τελειώσω από εδώ πάμε κάπου οι δυο μας , αν θες … να τα πούμε» . « Εντάξει Βαγγέλη!» του απάντησε.
Δεν πέρασε ένα τέταρτο και οι δύο νέοι βρέθηκαν στην έξοδο του θεάτρου. Της έπιασε το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητό του.
- Αχ δεν το πιστεύω…σε ξανασυναντώ μετά από τόσα χρόνια …
- Ναι όντως! Πέρασαν πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που μιλήσαμε.
- Πως είσαι ; εντάξει γνωρίζω ότι είσαι μια πολύ καλή συγγραφέας άλλωστε από τότε που σε θυμάμαι είχες δώσει δείγματα αλλά πως είναι η ζωή σου; Είσαι παντρεμένη , δεσμευμένη ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο;
- Από σήμερα το πρωί είμαι ελεύθερη κι ωραία! Χαχα … αλλά να σου πω …πριν μερικά χρόνια παραλίγο να παντρευτώ!
- Α ναι; Για πες τι έγινε; Πως και δεν παντρεύτηκες τελικά;
- Ο γαμπρός πέθανε λίγο πριν φθάσει στην εκκλησία…
- Τι; Μα πως έγινε αυτό;
- Το αυτοκίνητο με το οποίο ερχόταν στην εκκλησία τράκαρε με μια νταλίκα…
- Πω πω…απίστευτο μου φαίνεται …
- Όντως μοιάζει απίστευτο! Εντάξει ήμουν 23 χρονών τότε και πόνεσα πολύ αλλά ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός και η αγάπη μου για τον Βαγγέλη μου δε χάθηκε ακόμα κι αν αυτός πέθανε!
- Τον Βαγγέλη σου;
- Ναι έτσι τον έλεγαν! Είχε καταγωγή από την Κρήτη και σπούδαζε ιατρική εκεί! Τον γνώρισα το καλοκαίρι που ήμουν στο πρώτο έτος …είχα πάει διακοπές στην Κρήτη και σ’ ένα παραδοσιακό κρητικό γλέντι γνωριστήκαμε. Με ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και με διεκδίκησε από το πρώτο λεπτό. Να φανταστείς ότι το ίδιο βράδυ της γνωριμίας μας , έμαθε που μένω κι ήρθε και μου κανε καντάδα. Ακόμα το θυμάμαι …
Με την απαλή φωνή της άρχισε να σιγοτραγουδά:
« Σαν θα περνάς την πόρτα της , φεγγάρι μου σταμάτα , χαιρέτα μου τη κι ύστερα συνέχισε τη στράτα»
Πήρε μεταγραφή για το πανεπιστήμιο της Αθήνας για να ναι μαζί μου . Μετά από οχτώ μήνες πολιορκίας τελικά παραδόθηκα στην αγάπη του. Ήταν πολύ καλός , πολύ γλυκός …ήμουν για αυτόν η γυναίκα της ζωής του , γι αυτό άλλωστε και μου είχε κάνει πρόταση γάμου. Πάντα θα τον θυμάμαι…
- Απίστευτη ιστορία…
- Κι όμως αληθινή!
Έφτασαν στον προορισμό τους ! Σε ένα όμορφο μαγαζί στου Ψυρρή . Θυμόταν πως κάποτε της είχε πει « Σου εύχομαι του χρόνου τέτοια εποχή να πίνουμε τα κρασάκια μας στου Ψυρρή» , μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε . Δεν είχε απέναντί του το δεκαoχτάχρονο μικρό κοριτσάκι που έλιωνε από έρωτα για εκείνον αλλά μια γυναίκα 28 χρονών .
Επέλεξαν να καθίσουν σ’ ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο , ο ένας απέναντι στον άλλον κι όπως το είχαν συμφωνήσει τότε παράγγειλαν κρασί.
- Λοιπόν Μαράκι δεν μπορείς να πεις τήρησα την υπόσχεσή μου…
- Χαχαχα… ναι όντως ! Δεν έχω κανένα παράπονο!
Ξαφνικά την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια με βλέμμα γεμάτο παράπονο.
- Γιατί εξαφανίστηκες; Εσύ δεν ήσουν που λεγες πως θα σαι δίπλα μου; Πως θα σαι στις μπροστινές θέσεις στις πρεμιέρες μου;
- Μου κάνει εντύπωση που με ρωτάς κάτι τέτοιο..
- Γιατί;
- Γιατί εσύ ήσουν που με απομάκρυνες ..δε θυμάσαι το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλες;
- Ναι μάτια μου το θυμάμαι! Και πίστεψέ με έχω μετανιώσει για αυτό.. ήμουν αγενής απέναντί σου. Δεν υπολόγισα πως μιλούσα σε μια κοπέλα που μ’ αγαπούσε αληθινά με τη δύναμη της καθαρής ψυχής της …φέρθηκα σαν…
- Κόπανος!
- Δεν έχεις κι άδικο ! Δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ όλη αυτή την πανδαισία συναισθημάτων που μου πρόσφερες τόσο απλόχερα…κι από την άλλη είχα μια σχέση για την οποία είχα παλέψει πολύ ..δεν ήθελα να χαλάσει … αλλά πάλι σε ήθελα στη ζωή μου για…
- Καβάντζα!
Η λέξη αυτή τρύπησε σαν μαχαίρι την καρδιά του! Η γυναίκα που είχε απέναντί του δε θύμιζε σε τίποτα το κοριτσάκι που εκείνος θυμόταν! Κι όμως όταν κοίταζε τα μάτια της ένιωθε πως ξερνούσαν φλόγες …ήταν ολοφάνερο…την είχε πληγώσει πολύ ! Πιο πολύ απ’ ότι μπορούσε ποτέ του να φανταστεί…
- Κοίτα Βαγγέλη η αλήθεια είναι πως φταίω πολύ κι εγώ! Σε είχα πρήξει πραγματικά! Σου έστελνα συχνά μηνύματα , μέσα από τα οποία προσπαθούσα να σου μεταδώσω όλο το μεγαλείο του έρωτά μου! Ήθελα να μιλάμε συχνά , ήθελα να ξέρω πως είσαι καλά , πως χαμογελάς …ήθελα να σε βάλω στη ζωή μου! Ένιωθα πολύ όμορφα πράγματα για σένα , απλά ήταν λάθος ο χειρισμός μου. Αλλά μιας και θίξαμε το παρελθόν θέλω να μου λύσεις μια απορία σε παρακαλώ πολύ ..είχες πει ότι η κοπέλα σου ενοχλούνταν που εγώ σου έστελνα ερωτικά ποιήματα …ναι όμως θυμάμαι πως κάποτε μου χες πει «πέρνα εσύ του χρόνου Αθήνα και θα τα λέμε από κοντά» ..δηλαδή την πείραζε που σου έστελνα ποιήματα και δεν θα την ενοχλούσε καθόλου αν είχαμε διαπροσωπική επαφή; Μου φαίνεται ανόητο όλο αυτό…
- Ότι και να σου πω μάτια μου , το ξέρω δεν μπορώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου! Έχεις δίκιο σ’ αυτό που είπες…ήταν λίγο κουραστικό να μου στέλνεις ποιήματα συνέχεια αλλά τώρα που το σκέφτομαι τελικά ίσως καταβάθος μου άρεσε που μου έδινες τόση προσοχή. Ναι ήμουν ανώριμος και τελικά είχες δίκιο σε κάτι…
- Σε τι;
- Στο ότι η αγάπη δεν έχει όρια ! Και το διαπίστωσα πριν από ένα χρόνο περίπου . Όταν γνώρισα την Αγνή. Ήταν μια κοπέλα περίπου δύο χρόνια μικρότερή μου , όμορφη , πολύ όμορφη , είχε προσωπικότητα , ήταν δυναμική , μαχητική , έξυπνη , καλόκαρδη και.. ψεύτρα! Την γνώρισα στα πλαίσια ενός φεστιβάλ που διοργάνωνε ο δήμος Θεσσαλονίκης . Ήταν νομική σύμβουλος σε μια εταιρεία που αποτελούσε χορηγό του φεστιβάλ. Την ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά και τη φλέρταρα με την πρώτη ευκαιρία! Κι εκείνη ανταποκρίνονταν ! Την είχα ερωτευτεί τόσο πολύ που δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου! Ο εγωισμός μου είχε γίνει ένα με το πάτωμα… ενδιαφερόμουν μόνο για την δική της ευτυχία …για να ναι αυτή καλά! Είχαμε βγει αρκετές φορές για φαγητό , για ποτό , για καφέ! Κι ένα βράδυ αφού είχαμε πιει τα ποτά μας , τη συνόδευσα μέχρι το σπίτι της και μόλις φτάσαμε με προσκάλεσε να πιούμε άλλο ένα ποτό στο διαμέρισμά της αυτή τη φορά! Δέχθηκα και η συνέχεια ήταν επεισοδιακή…παρασυρόμενοι από το ανεξήγητο πάθος μας κάναμε έρωτα ! Και στο ορκίζομαι Μαράκι μου , ένιωθα λες κι έκανα έρωτα για πρώτη φορά …την αγαπούσα τόσο που νόμιζα ότι η καρδιά μου θα σπάσει κάθε φορά που με άγγιζε! Την επομένη όμως ήταν ψυχρή μαζί μου , σχεδόν μ’ έδιωξε απ’ το σπίτι της . Έφυγα γεμάτος απορία και με ένα σωρό ερωτηματικά στην ψυχή μου . Λίγες ημέρες μετά έμαθα την αλήθεια : η Αγνή ήταν αρραβωνιασμένη και μάλιστα σ’ ένα μήνα παντρεύονταν ! Προσπάθησα να τη μεταπείσω , να της μιλήσω , να της εξηγήσω πως νιώθω , να την κάνω δική μου αλλά δεν ήθελε να μου μιλήσει καν… ράγισε η καρδιά μου Μαράκι μου , πονούσα αφόρητα !Με χρησιμοποίησε το καταλαβαίνεις;
- Είναι πολύ άσχημο αυτό που σου συνέβη! Πραγματικά πολύ άσχημο! Κι εγώ τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Βαγγέλη γνώρισα τον Χριστόφορο , έναν άντρα λίγα χρόνια μεγαλύτερό μου , είχαμε σχέση για δύο χρόνια , συζούσαμε κιόλας και χθες το βράδυ που επέστρεψα στο σπίτι τον έπιασα επ’ αυτοφώρω να με απατά! Να σου πω όμως την αλήθεια …έχω πονέσει τόσο πολύ στη ζωή μου που τώρα πια έχω γερές άμυνες! Και η ιστορία αυτή δεν με πόνεσε τόσο …ίσως τον Χριστόφορο δεν τον αγαπούσα τόσο πολύ τελικά….
Την κοίταξε ξανά στα μάτια…αυτή τη φορά ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό του .
- Γιατί Μαρία; Γιατί; Γιατί χάθηκες απ τη ζωή μου; Εντάξει πληγώσαμε ο ένας τον άλλον αλλά κι εσύ το τράβηξες πολύ…κατήργησες το λογαριασμό σου στο facebook , άλλαξες αριθμό …δεν μπορούσα να σε βρω με τίποτα…
- Ναι έχεις δίκιο! Φρόντισα με τον τρόπο μου να εξαφανιστώ! Θυμάσαι κάποτε που σου χα πει ότι είσαι το γούρι μου και είχαμε συμφωνήσει πως όταν θα έδινα πανελλαδικές εξετάσεις θα με έπαιρνες τηλέφωνο λίγο πριν πάω να δώσω; Θυμάσαι επίσης που τελικά δεν ενδιαφέρθηκες καν; Μέχρι την τελευταία μέρα των εξετάσεων περίμενα τηλεφώνημά σου , ένα τηλεφώνημα που ποτέ δεν έγινε…
- Μαράκι…
- Το ξέρω σου είχα γίνει βάρος , σου είχα σπάσει τα νεύρα ..,
- Βασικά ήταν κουραστικό να λαμβάνω κάθε μέρα μηνύματα σε μέγεθος έκθεσης από εσένα. Κάπου άρχισα να βαριέμαι , ένιωθα πως με τη συμπεριφορά σου και τα αισθήματά σου με έπνιγες…
- Δεν έχεις άδικο! Έφτασα σ’ ένα σημείο που ένιωθα πως όλα αυτά που έκανα δεν είχαν νόημα! Και άρχισα να ντρέπομαι ! Σ’ αγαπούσα πολύ όμως τότε και η μόνη φωνή που άκουγα ήταν εκείνη της καρδιάς μου! Σου έστελνα μήνυμα σχεδόν κάθε μέρα , το μόνο όμως που ήθελα ήταν να ξέρω ότι είσαι καλά , αυτό μου έφτανε!

- Καταλαβαίνω πως ένιωθες αλλά αυτός δεν ήταν λόγος να εξαφανιστείς!

- Εξαφανίστηκα γιατί δεν μπορούσα να συγχωρέσω τον εαυτό μου που έπεσε τόσο χαμηλά και δεν μπορούσα να συγχωρέσω κι εσένα που με τον τρόπο σου ήταν σαν να μου απαγόρευες να σ’ αγαπώ!

- Σου απαγόρευα;

- Ναι Βαγγέλη μου ! Κάθε φορά που υποτιμούσες τα συναισθήματά μου , που με πρόσβαλες με έμμεσο τρόπο , που με αντιμετώπιζες σαν να μουν δεκαπεντάχρονο ! Τότε ήμουν πολύ ευαίσθητη κι όλα αυτά με πονούσαν , τώρα όμως βλέπω πως είμαι πιο δυνατή από σένα , γιατί εγώ σ’ αγάπησα τη στιγμή που εσύ δεν μπορούσες ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου!

- Γιατί το λες αυτό;

- Γιατί αν αγαπούσες έστω και λίγο τον εαυτό σου θα συνειδητοποιούσες ότι είσαι ένα υπέροχο πλάσμα και δε θα είχες ανάγκη να ακούς τις παπαριές που σου έλεγε η εκάστοτε θαυμάστρια! Έμενες στην επιφάνεια κι έχανες την ουσία! Ακόμα κι εμένα με αντιμετώπιζες λες κι ήμουν η δεκαπεντάχρονη θαυμαστριούλα σου ενώ δεν είχα δώσει την εντύπωση αυτή! Ή το ακόμα πιο προσβλητικό , πίστευες ότι σε ερωτεύτηκα επειδή είχα αυξημένη λίμπιντο…ούτε καν σου πέρασε απ’ το μυαλό πως αυτό που ήθελα όσο τίποτα άλλο ήταν να αγγίξω την ψυχή σου!

- Πραγματικά έχεις δίκιο! Αλλά και πάλι δεν ήταν λίγο άδικο να φύγεις έτσι απ’ τη ζωή μου;
- Βαγγέλη μου έπρεπε να φύγω απ’ τη ζωή σου , έπρεπε να χάσεις το θαυμασμό , τον ενθουσιασμό και την αγάπη μου για να πάψεις να εξαρτάσαι από αυτά! Ήσουν ένα ανώριμο αγοράκι που ήθελε να χει αυλές , με ήθελες δίπλα σου για να σ’ έχω για Θεό , χαϊδεύοντας έτσι τον εγωισμό σου …αν δεν είχα φύγει θα ήσουν πολύ χειρότερος πίστεψέ με! Τώρα δέχθηκες ένα πολύ γερό χαστούκι κι ένιωσες την καρδιά σου ν’ ανοίγει και να σ’ εκλιπαρεί ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί …τώρα ξέρεις ν’ αγαπάς κι αυτό είναι μια σπουδαία νίκη άκουσέ με !
- Τον τελευταίο καιρό σε σκεφτόμουν έντονα! Έγραψα σε χαρτί τον «ματωμένο κρίνο» το ποίημα που χες γράψει για μένα και μου το χες στείλει σε μήνυμα! Το διάβαζα αμέτρητες φορές κάθε μέρα ..πόσο πολύ μ’ αγαπούσες , πόσο όμορφος φάνταζα μέσα απ’ τα δικά σου μάτια….Ήσουν κρυφά στο πλάι μου και τις φορές που σε πρόσβαλα ο ηλίθιος εσύ πάντα ήσουν εκεί , ήρεμη , να μου λες «σ’ αγαπώ» . Νιώθω πραγματικά άσχημα για τον τρόπο που σου φέρθηκα τότε! Τις τελευταίες ημέρες είχα μια ακατανίκητη επιθυμία να σε δω…και μάλιστα σκόπευα να έρθω στην παρουσίαση του νέου σου βιβλίου την ερχόμενη εβδομάδα αλλά με πρόλαβες εσύ! Αλήθεια γιατί ήρθες να με δεις μετά από τόσα χρόνια;
- Σήμερα το πρωί βρήκα το κουδουνάκι που μου είχατε δώσει στην παράσταση εκείνη που είχα έρθει να σε δω όταν πρωτογνωριστήκαμε. Το κουδουνάκι αυτό όσο κι αν φαίνεται περίεργο έφερε στην καρδιά μου αναμνήσεις που ήθελε να ξεχάσει. Ήρθα λοιπόν να σε δω σήμερα για να σε ξεπεράσω μια και καλή.
- Τα κατάφερες τελικά;
- Κι ο ματωμένος κρίνος στο συρτάρι της
ψυχής μου κρυμμένος
θα παραμένει ζωντανός να σιγοψιθυρίζει
τ’ όνομά σου
στη σιωπή μου
- …εκείνος όμως περιμένει να αισθανθεί
το δάκρυ σου
κι ύστερα ν’ αφεθεί στη φθορά του θανάτου.
- Βλέπω το χεις μάθει απ’ έξω…
- Είναι το μόνο που μου έμεινε για να θυμάμαι πως κάποτε αγαπήθηκα αληθινά.
- Τι να το κάνεις; Αναμνήσεις είναι …δε γυρίζουν πίσω…δεν επουλώνουν πληγές…
- Κι όμως κάποτε δε μιλούσες έτσι! Κάποτε άντεχες επειδή μ’ αγαπούσες…
- Όπως το πες : κάποτε! Τώρα πια δεν εκπορνεύομαι ψυχικά για κανέναν ! Αξίζω κι εγώ λίγη απ’ τη μαγεία αυτή που λέγεται αγάπη…
- Πολλά αξίζεις αλλά ….
- Ξεκόλλα απ’ το παρελθόν ! Όλα γίνονται για καλό θυμάσαι; Αυτή ήταν η αγαπημένη σου φράση…
- Το θυμάσαι ακόμα ε;
- Όσο μακριά κι αν έφυγα από σένα πάντα σε θυμόμουν ! Πέρα από τον έρωτα , σ’ αγαπούσα σαν άνθρωπο !
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν! Ήταν ήδη τέσσερις τα ξημερώματα! Έφυγαν από το μαγαζί και εκείνος προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει έως το σπίτι της! Σε όλη τη διαδρομή δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα ! Δεν τολμούσαν ούτε να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον. Μόλις έφτασαν έξω από την πόρτα του σπιτιού της εκείνη τον αποχαιρέτησε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο και βγήκε από το αυτοκίνητο. Καθώς άνοιγε την εξώθυρα τον άκουσε να της φωνάζει « Τώρα που βρεθήκαμε , μην εξαφανιστείς πάλι» . Δεν του απάντησε , μονάχα τον κοίταξε στα μάτια για λίγο και μετά μπήκε στο σπίτι της.
Το άλλο πρωί ο Βαγγέλης απολάμβανε τη ζεστασιά του σπιτιού του. Καθόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα του και διάβαζε τον κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ όταν ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκε , άνοιξε την πόρτα όμως δεν ήταν κανείς . « Κόπανοι» σκέφτηκε . Και ξαφνικά όπως έκανε να κλείσει την πόρτα βλέπει στο πάτωμα ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο τυλιγμένο με ειδικό χαρτί στην άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή κάρτα. Το πήρε στα χέρια του και έκλεισε την πόρτα. Το περιεργάστηκε για λίγο ..ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφο . « Κάποια θαυμάστρια θα το άφησε» αναλογίστηκε και έκανε ν’ ανοίξει την κάρτα. Στην κάρτα όμως δεν αναγραφόταν καμία λέξη θαυμασμού ή πλατωνικού έρωτα , μονάχα αυτή η φράση : « Όταν σ’ αγάπησα καθόσουνα στο σκρίνιο , θυμάμαι ήταν Παρασκευή και ήταν στο Αγρίνιο» . «Η Μαρία» σκέφτηκε.. Όντως ήταν Παρασκευή όταν είχε πάει να τον δει στην παράσταση που πρωταγωνιστούσε τότε στο Αγρίνιο. Κι ήταν επίσης Παρασκευή όταν της ράγισε την καρδιά μ’ εκείνο το μήνυμα που της είχε στείλει. Ίσως ποτέ καμιά άλλη γυναίκα να μην τον αγαπήσει τόσο…
Η Μαρία το πρωινό εκείνο βρισκόταν στη Ραφήνα , σ’ ένα μαγαζί κοντά στη θάλασσα με συντροφιά της τον καλό της φίλο τον Νίκο. Είχαν συνδυάσει εκδρομή με καφεδάκι! Θυμόντουσαν τα παλιά , γελούσαν , έλεγαν ανέκδοτα,… σε κάποια φάση όμως η Μαρία γύρισε και του είπε
- Τελικά εσύ είσαι ο άντρας της ζωής μου!
- Μάτια μου εσύ! Ανταποδίδω
- Τι; Είμαι κι εγώ ο άντρας της ζωής σου;
-Χαχαχαχαχαχαχαχα…σε καλό σου! Εσύ είσαι η μικρή μου πριγκίπισσα!
-Σ’ αγαπώ πολύ!
-Κι εγώ !
Έτσι πέρασε άλλη μια όμορφη μέρα με τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να την καταλάβει , τον καλό της Νίκο που πάντα ήταν δίπλα της, στα ωραία και στα άσχημα! Τελικά η αγάπη δε χάνεται ποτέ όσο κι αν εμείς τα ανθρωπάκια την πολεμάμε… μα κρύβετε μες τις καρδιές μας και κάνει την εμφάνισή της τη στιγμή που εμείς δεν πιστεύουμε στον εαυτό μας.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-11-2013