Κοπρόσκυλο

Δημιουργός: Grisio

Κοπρόσκυλο

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Με την ουρά κάτω από τα σκέλια περιμένει να δει τι θα γίνει.
Ήταν πιστός σκύλος. Όλη του την ζωή
Τώρα βρίσκεται ξανά σ' αυτόν τον παράξενο ξένο με την μακρυά μυτερή βέργα.
Αγαπάει της βέργες. Σαν ήταν πιο νεαρός έκανε διάφορα ζογκλερικά με ξύλα.
Και τα αφεντικά του πάντα χαίρονταν και μαζί τους κι αυτός.
Την προηγούμενη φορά είχε πονέσει από αυτό το μυτερό ξύλο του ξένου
– «γιατρέ» πρέπει να 'ναι τ' όνομα του, έτσι τον φωνάζουν όλοι εδώ-
μα θυμάται πως δεν ήταν καλά και το μικρό αφεντικό όλη την ώρα έκλαιγε.
Είχε πονέσει μα μετά είχε γίνει καλά.
Είχε φοβηθεί πολύ τότε. Όλοι λέγανε κάτι για φόλα και ήταν πολύ θυμωμένοι...
μα δεν ήξερε αν είχαν θυμώσει μαζί του. Δεν είχε κάνει και τίποτα κακό.
Είχε φάει μόνο ένα μπιφτεκάκι από τον γείτονα.
Αν και είχε παραξενευτεί όταν ο γείτονας του έριξε το κρέας.
Συνήθως αν δεν τον έβλεπε κανείς του έριχνε και καμμία κλοτσιά.
Μα αυτός είχε υπομονή.
Απλώς του γαύγιζε που και που για να τον κρατάει σε απόσταση.
Είχε αφρίσει το στόμα του και το στομάχι του πονούσε σα να είχε πιάσει από μέσα φωτιά.
Τα μάτια του πονούσαν και δεν μπορούσε για πολλές μέρες να φάει τίποτα.
Και από τότε σέρνει και λίγο το δεξί πισινό του πόδι.
Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά.
Ήταν μια πανέμορφη μέρα.
Ο ήλιος ζέσταινε το χώμα που πατούσε και το δροσερό αεράκι τον έκανε να αισθάνεται πανέμορφα.
Δεν αγαπούσε την πολύ την ζέστη.
Αν μπορούσε να διαλέξει από μια ζεστή ηλιόλουστη μέρα
ή μια χιονισμένη θα διάλεγε σίγουρα την χιονισμένη.
Μα του άρεσε ο ήλιος.
Και με το δροσερό αεράκι όλα ήταν υπέροχα.
Το αεράκι είχε φέρει και στα ρουθούνια του την αγαπημένη του μυρωδιά.
Η σκύλα πίσω στην αυλή έσερνε ξανά.
Κι αυτός πρώτος είχε φτάσει εκεί. Κανείς άλλος δεν φαινόταν να ζητάει μερτικό.
Μια μέρα όπως θα την επιθυμούσε κάθε σκύλος.
Γύριζε για το σπίτι.
Είχε σχεδόν περάσει όλη του την μέρα αλανιάρης και μπερμπάντης και τώρα πεινούσε.
Μα σιγά σιγά τον είχε πιάσει μια ανησυχία..
δεν ήξερε γιατί, μα είχε έναν κόμπο στο στομάχι.

Ο ξένος τον πλησίασε αργά κρατώντας στο χέρι του την βέργα.
Τώρα θα πονέσει λίγο...
αχ...
μα δεν θα γαυγίσει.
Έχει εμπιστοσύνη στον ξένο.

Λίγα μέτρα ακόμη και θα φτάσει στο σπίτι.
Ξαφνικά κάτι τον χτυπάει στα πίσω σκέλια.
Ο πόνος αφόρητος.
Κοιτάζει να δει τι τον χτύπησε.
ʼλλο ένα χτύπημα ακόμη πια δυνατό.
Ένα κλαψούρισμα μα και φόβος...
πανικός...
Τι να είναι αυτό που τον χτύπησε.
Πίσω από τον φράχτη βλέπει τον γείτονα να σηκώνει μια πέτρα και να ετοιμάζεται να του την πετάξει.
Τρέχει γρήγορα μέχρι την γωνία.
«Κοπρόσκυλο» ακούει τον γείτονα να φωνάζει και να τρέχει από πίσω του.

Τα μάτια του βαρένουν λίγο λίγο.
Αρχίζει να μην αισθάνεται τα πόδια του.
Και έχει χάσει και λίγο το έλεγχο του σαγονιού του...
να λίγο σάλιο του τρέχει τώρα από το στόμα και δεν μπορεί να το συγκρατίσει.

Ακόμη λιγο και του έχει ξεφύγει...
άλλη μια στροφή και ...
αδιέξοδο...
κάνει να γυρίσει μα ο γείτονας του έχει κλείσει πλέον τον δρόμο...
ρίχνει μία πέτρα μα δεν τον πετυχαίνει...
σηκώνει μια καινούργια και πλησιάζει ακόμη περισσότερο...
και τότε...
δεν θυμάται καλά...
μόνο πως είχε τα σαγόνια του καρφωμένα στο πόδι του διώκτη του ο οποίος ούρλιαζε κατατρομαγμένος...
έφυγε για το σπίτι με κομμένη την ανάσα...
Έφαγε το φαγητό που του είχε βάλει η αφεντικιά του και έπεσε για ύπνο...

Αυτά που βλέπει πλέον γίνονται όλο και πιο θολά...
δυσκολεύεται να συντάξει της σκέψεις του...
προσπαθεί να σηκωθεί μα τα πόδια του δεν υπακούουν πλέον...

Ένας υστερικός γείτονας κουνούσε ένα χαρτί που κρατούσε στο χέρι του.
Το πόδι του ήταν μανταρισμένο και κούτσαινε.

Τα μάτια του κλείνουνε αργά ...
δεν μπορεί να αισθανθεί πια τίποτα... εικόνες περνούν αστραπιαία μπροστά του...
το σκοτάδι απλώνεται παντού γύρω του...

«Κοπρόσκυλο»
Στην σοφίτα του σπιτιού του μ' ένα αεροβόλο στο χέρι σημαδεύει την γάτα του γείτονα...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-03-2006