ιερόν πτολίεθρον έπερσεν…

Δημιουργός: Amersa K

Λαϊκάτζα σου λέω παιδί μου Μαργαρίτα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ιουλίου 16, 2010



Γιατρέ μου… αυτή η ψυχανάλυση θα με σκοτώσει… δεν με λυπάσθε;

Καλά, θα σας τα πω, όμως χωρίς λεπτομέρειες γιατί με πληγώνουν…

Γνώρισα τον Μέμο Τσαμασφύρη πριν από εικοσιπέντε χρόνια κι επτά μήνες στη Λουμπάρδα.
Δευτέρα ήταν και είχαμε πάει για μπάνιο, κοπάνα απ’ το σχολείο, με τη φίλη μου την Ευθαλία της κερά-Μαριγούλας.

Δεκάξι χρονών λουλούδια, αγνά παιδιά, όχι σαν σήμερα τις ξεβγαλμένες…

Παρ’ όλα ταύτα, γραφτό μας ήταν εκείνη τη Δευτέρα να χάσουμε και οι δύο το πολυτιμότερον κατά τη μαμά μου…

Την Ευθαλία, σε μια φιγούρα κρόουλ προς εντυπωσιασμό του γκαρσονιού της “Αύρας”, την τσίμπησε τσούχτρα.

Και δεν είναι που βγήκε ουρλιάζοντας και πλαταγιάζοντας τις θάλασσες και ρεζιλευτήκαμε σ’ όλη την παραλία και όχι μόνον, μας βρήκε τέτοιος πανικός που δεν τον ξεχνάω γιατρέ μου με τίποτα!

Πήρε να πρήζεται με μιαν αλλόκοτη ταχύτητα.
Μονόπαντα!
Σαν τοπικό πάχος μακριά από μας…

Αλλεργία ήταν αυτό; Μόλυνση ήταν;
Μέσα σε πέντε λεπτά η μισή της μούρη είχε γίνει σαν προζύμη, το αριστερό της μάτι έκλεισε τελείως και η γλώσσα της κρέμασε απ’ όξω!

Αυτή φώναζε «Μεταλλάχτηκα! Μεταλλάχτηκα!» (μορφωμένη κοπέλα!) κι εγώ σκεφτόμουν πανικόβλητη το τι θα άκουγα σέρνοντας το πτώμα με το μαγιό στο σπίτι της.

Ευτυχώς, την άκουσε ο Κεμάλ, ο βοηθός του φαρμακοποιού δίπλα στα τουριστικά, ένα βασταγερό παλικάρι από την Καλαμάτα.
Ήρθε και την έσουρε σαν λάφυρο μεσ’ στο φαρμακείο (το αφεντικό είχε πάει για ούζα)

Ο αριστερός γοφός και το αντίστοιχο μπούτι είχαν γίνει τεράστια, η κυτταρίτιδα ανεβοκατέβαινε σαν παλιρροϊκό κύμα!

Εμένα μ’ έκλεισαν απ’ όξω!

Ακούστηκαν δύο στριγκλιές με διαφορά δέκα λεπτών.
Η πρώτη απ’ την ένεση κορτιζόνης…

Ξεροστάλιασα.
Η φίλη μου βγήκε αγκαλιά με τον Κεμάλ και κάτι χάπια δώρο, κατά της ανεπιθυμήτου εγκυμοσύνης…

Αρκετά ξεπρησμένη και υπέροχα γελαστή (λίγο μονόπαντα βέβαια).
-Πήγαινε – μου είπε μητρικά- και πες στους δικούς μου πως πήγα κατ’ ευθείαν φροντιστήριο γιατί αύριο γράφουμε διαγώνισμα. Ο Κεμάλ κι εγώ αγαπιόμαστε…

Σιχτίρισα την Ευθαλία, τους δικούς της, τον Κεμάλ, την τσούχτρα, τη Λουμπάρδα και την τύχη μου κι έφυγα τρέχοντας για τη στάση.
Είχα αργήσει.
Περίμενα, περίμενα, πουθενά το ρημαδολεωφορείο.
Απελπίστηκα το παιδί.
Σήκωσα τη φούστα στο ύψος της τριχοφυΐας κι έκανα οτοστόπ.
Σταμάτησε ένα ημιφορτηγό κόκκινο με μαύρο σιρίτι…
Ο Μέμος μου… γιατρέ μου…

Δούλευε τότε στο σιδεράδικο του Κατωπήδη του Αρτέμη απ’ τον Ορχομενό που του διέθετε και το κόκκινο ημιφορτηγό.
Αντρούκλα ο Μέμος μου!
Κοντός, μαυριδερός με φαρδιά μούρη και έντονα ζυγωματικά.
Μογκόλος εραστής!
Βγήκε και μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού! Ιππότης!

-Πού πάτε; Τον ρώτησα σεμνά.
-Όπου με πάει το κισμέτ! Μου απάντησε με νόημα
-Παγκράτι;
-Έτσι τον λένε τώρα τον παράδεισο τσολιά μου; Αντέτεινε ευγενικά
Μην τα πολυλογώ, στο σπίτι έφτασα στις εννιάμιση το βράδυ, αναμαλλιασμένη και χωρίς χάπια κατά της ανεπιθυμήτου εγκυμοσύνης.
Ο Θεός με φύλαξε…

Οι γονείς μου όμως λύσσιαξαν, καθότι η Ευθαλία είχε επιστρέψει εντωμεταξύ σπίτι της και σε μια κρίση ειλικρινείας υπό πίεση τα χε ξεράσει όλα και καμιά δικαιολογία δεν μ’ έσωζε.

Δοκίμασα να τους εξηγήσω πως παντρεύομαι, αλλά δεν έπιασε.
Με τάραξαν στις φάπες, δεν μου φτανε κι η ταλαιπωρία της μέρας.
Τι να πεις… Πουριτανοί και άξεστοι…

Βέβαια, ο έρως είναι ανίκητος στις μάχες από αρχαιοτάτων χρόνων, κι εγώ πού μ’ έχανες πού μ’ έβρισκες στο κόκκινο ημιφορτηγό με το σιρίτι.

Μέχρι που ένα κορυφαίο περιστατικό ήρθε να ταράξει τα ήρεμα νερά της ευτυχίας μας.
- Μέμο, -του λέω- τί ‘ν’ αυτό που βλέπω στην άκρη της καρότσας;
- Τί ‘ν’; μου απαντάει
- Μια ιβουάρ ζαρτιέρα Μέμο! -Οι δικές μου ήταν μπορντό-
- Μπααα… Της μάνας μου θα ‘ναι, την πήγα χτες στον εσπερινό.
Άλλωστε, μόνο η μάνα μου θα φόραγε άσπρη ζαρτιέρα…
- Δεν είναι άσπρη, Μέμο! Είναι ιβουάρ!
- Μπα… βρώμικη θα ναι…

Ήξερα πως ο Μέμος ψεύδεται, η ζαρτιέρα πρώτον ήταν ιβουάρ εκ γενετής και δεύτερον, δεν έκανε στη μάνα του ούτε για λαστιχάκι στο κατσόμαλλο…

Πικράθηκα τόσο πολύ… Η αγνή μου ψυχή σκέφτηκε αμέσως την εκδίκηση…

Την έπεσα σε όλους τους γνωστούς και φίλους του Μέμου.
Δυνατή!
Μόνο ο Ηλίας μου αντιστάθηκε.
Συμμαθητής του, απ’ το Δημοτικό και κολλητός του.
Ο Ηλίας άρα, θα ήταν το αποκορύφωμα της εκδίκησής μου.

Ένα Σαββατόβραδο, ντύθηκα καθώς πρέπει και τον επισκέφτηκα στο ημιυπόγειο στα Εξάρχεια.
Μου άνοιξε με ενοχλημένο ύφος και αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα όπου θα ντυνόταν για να βγει.
Πιο κατάλληλη ώρα δεν μπορούσε να μου τύχει.
Όρμησα μέσα αιφνιδιαστικά με τα κολονάτα και το ρακί!
Αλλά τί να δω…
Ο Ηλίας φορούσε μια ιβουάρ ζαρτιέρα και έψαχνε βρίζοντας σ’ ένα συρτάρι για να βρει την άλλη!!!
Του άφησα τις μπορντό κι έφυγα κλαίγοντας.
Ο Μέμος δεν είχε πάει με άλλη γυναίκα, άρα η εκδίκησή μου δεν ήταν να φερθώ αντιστοίχως γιατρέ μου…
Εικοσιπέντε χρόνια περάσανε και μέχρι σήμερα ψάχνω!
Πού με χάνεις πού με βρίσκεις στη Συγγρού.
Τώρα πια με βλέπουν οι Ηλίες και κρύβονται.
Τέτοια απόρριψη σαν την δική μου να μην την νιώσει άνθρωπος.

Όχι πως με νοιάζει, αλλά ακόμα κι οι μερακλήδες της περιοχής, όταν καταλάβουν πως δεν είμαι παρά μια απλή ορίτζιναλ Κούλα, με φτύνουν…

Πάσχω από χαμηλή αυτοεκτίμηση…

Σέρνομαι… σαν το σκουλήκι της γης…
Με κατάστρεψ’ ο άτιμος… γιατρέ μου…

Την άλλη Τετάρτη; ναι, θα ξανάρθω.

Γιατρέ μου… την ώρα του ραντεβού ή την ώρα που θα με δεχτείτε; του ραντεβού; μην εκνευρίζεσθε γιατρέ μου, καλά!





Αναρτήθηκε από τον/την arkouda

Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-03-2014