Σκόρπια Φύλλα Ημερολογίου

Δημιουργός: melitaadam@yahoo.gr, Μελίτα Αδάμ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗς ΜΑΝΙΑΣ

1947-1958

Μία ζωή ένας ρόλος…

Μακροχρόνια και συνεχής η πάλη προκειμένου να δείχνω ευτυχισμένη, ν΄ αποδείξω ότι οι επιλογές μου ήσαν σωστές, ότι πέτυχα. Άκρατος εγωισμός; Περηφάνια; Αξιοπρέπεια; Ίσως όλα μαζί...
Στην αρχή ο ρόλος μου, αν και ήταν δύσκολος μπήκα στο πετσί του γρήγορα εγώ, ένα πλάσμα αντίδρασης, συνάμα όμως ανέμελο, γελαστό και… έφθασε να γίνει ο ρόλος που επέλεξε το άλλο εγώ μου ή μήπως το… ΕΓΩ μου…
Ο ρόλος κράτησε πολλά-πολλά χρόνια σαν τα παραμύθια που δεν ξέρεις πότε ξεκίνησαν και πως θα τελειώσουν. Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Αμ δεν ήταν έτσι, έζησαν αυτοί πολύ καλά κι εγώ όλο και λίγο χειρότερα.
.............................................................................................................................................

Οι πόρτες έκλειναν και εξακολουθούν να κλείνουν μία-μία. Άλλη με θόρυβο, άλλη απαλά, άλλη συρτά. Έκλεισαν πόρτες που καν δεν τις άκουσα. Έκλεισαν πόρτες μ΄ έναν απαίσιο σύρσιμο σαν να τραβούσαν ξωπίσω τους τις αλυσίδες των ρόλων που έπαιξα.
Μία φορά σαν πήγα να διαβώ ψηλόκορμη, κουνιστή και σίγουρη για τον εαυτό μου, μία δρύινη ξυλόγλυπτη πόρτα που ορθάνοιχτη φανερώθηκε μπροστά μου, έτσι από το πουθενά, καθώς την διάβαινα αυτή έκλεισε τόσο απότομα που την ένιωσε τυραννικά η όχι ευκαταφρόνητη μύτη μου κι αμέσως μετά τα πολύτιμα, τελευταίας μόδας, διαμαντοστόλιστα μαύρα γυαλιά μου …
Τελικά, όλες οι πόρτες έκλεισαν.
Σκοτάδι. Μισώ το σκοτάδι. Είναι κόλαση, είναι θάνατος… Η τελευταία πόρτα που με δέχτηκε, ήταν γυάλινη από αυτές τις μοντέρνες, έμπαινε φως, είχα θέαμα, έβλεπα τους ανθρώπους να ζουν, να κινούνται, να υπάρχουν, να μιλάνε μα χωρίς ήχο ωσάν να είχα εκσωματωθεί σε μία άλλη διάσταση.
Σωστό μαρτύριο, εγώ πίσω από την ηλεκτρονικά κλειστή γυάλινη πόρτα και οι άλλοι μέσα στη ζωή, τη φτηνιάρικη, τη μίζερη ζωή τους, μα σίγουρα ζούσαν, ανέπνεαν…
……………………………………………………………………………………………………….

Βρήκα ένα μεταξωτό σεντόνι σε χρώμα ανοιξιάτικου ουρανού, έκοψα μία λουρίδα, την έδεσα από τη μία πλευρά της γυάλινης πόρτας στην άλλη, σαν σκοινί μπουγάδας, πάνω της έριξα το σκισμένο σεντόνι, έτσι απαλλάχτηκα από το θέαμα. Τώρα μπαίνει λιγότερο φως, μου φτάνει, δεν είναι πια σκοτάδι. Αρκεί που δεν τους βλέπω και ακόμη καλύτερα που δεν τους ακούω να ξεφωνίζουν, να βογκάνε ή να μουγκρίζουν, να γελάνε.
Το γαλάζιο σεντόνι ήταν καθαρό, φρεσκοπλυμένο από αναστολές, σκέψεις, τύψεις, ενοχές. Μύριζε άρωμα ελευθερίας, λυγαριάς, απέπνεε δροσάδα, το σεντόνι, όχι εγώ… Ήταν φρεσκοσιδερωμένο, κολλαρισμένο με άρωμα λεβάντας. Όταν το έσκισα δεν πόνεσε καθόλου, το σεντόνι, όχι εγώ… Ήταν το “τέλειο σκίσιμο” σαν σε τσακισμένο χαρτί.
Τελικά όλα ήταν σε πλήρη τάξη, οι πόρτες κλειστές, τα πάντα καθαρά και το σεντόνι -αναρτημένο στην κλειστή πόρτα- κράταγε τους ρόλους μου έξω..
Από το φωταγωγό η μυρωδιά του νυχτολούλουδου, μαζί με το γιασεμί, τ΄ αγιόκλημα και τη λουΐζα μ΄ έριχναν σε βαθύ λήθαργο.
Κι όταν νόμιζα ότι όλα ήσαν υπό έλεγχο κρυφές επιθυμίες με κατέκλυσαν. Αίφνης ένα χτυποκάρδι άρχισε που όλο και δυνάμωνε, η καρδιά μου πουλί τρομαγμένο πέταξε πάνω από τον ώμό μου, προσπαθώ ν΄ ανοίξω ένα παράθυρο, ασφυκτιώ. Αέρα. Έχω τάση για εμετό, κόμποι κρύου ιδρώτα, διαμάντια αγωνίας και πόνου, αναβλύζουν στο μέτωπο μου. Ο λαιμός μου στέγνωσε πνίγομαι, θέλω νερό, απλώνω το χέρι, τρέμει. Νερό δε βρίσκω. Σκοτείνιασε, προσπαθώ ν΄ ανοίξω το φως δεν το φτάνω. Θέλω να πάω τουαλέτα τα πόδια μου τρέμουν, ζαλίζομαι. Λιποθυμώ.
Δεν ξέρω πότε συνήλθα απ΄ το θάνατο τού ύπνου. Ιστοί αράχνης στις γωνίες τού σεντονιού μετρούν την ασυμβατότητα μου σε σχέση με την πραγματικότητα των άλλων, έξω από την πόρτα. Ένα άλαλο παρόν με προσκαλεί, θέλω να μετρήσω το χρόνο. Αυτός, αδιαίρετος χαμένος στους φόβους με προκαλεί χωρίς ανταπόκριση… Τα περιθώρια έκλεισαν.
………………………………………………………………………………………………………

Στρίβω ένα τσιγαριλίκι, εισπνέω ηδονικά, όλα ισορροπούν, αδρανοποιούνται. Οι πόρτες ανοίγουν πετάω πάνω από τις στέγες, οι άνθρωποι μερμήγκια μαυριδερά, στρατιωτάκια δοσμένα στη συγκομιδή, κινούνται αέναα, αποθησαυρίζουν. Γελάω-γελάω, αν είναι δυνατόν αυτές οι μικρές μαύρες μαριονέτες έκριναν τις πράξεις μου; Αυτά τα μικρά γελοία όντα έκλειναν τις πόρτες μου; Κι εγώ το ανεχόμουν… Αρκεί που πέτυχα.
..............................................................................................................................................

Σιγά που πέτυχα! Ίσως ήταν καλύτερα να μην το έσκαγα από το Δημόσιον Ορφανοτροφείον. Με είχαν κλείσει εκεί μέσα μαζί με τα ορφανά, εμένα την “ορφανή” με τους ζωντανούς άγνωστους γονείς. -
Θεωρούσα φυσικό να βρίσκονται στο ίδρυμα τα ορφανά-ορφανά. Εντάξει δεν έχουν κανένα. Πού θα μείνουν, τί θα φάνε; Δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, μικρούτσικα πουλάκια στον απέραντο πλανήτη, εύκολη λεία για κάποιους “επιτήδειους”. Όμως εγώ; Είχα γονείς, ίσως και σπίτι... Δεν το ήξερα, αλλά ήμουνα βέβαιη ότι με είχαν κλέψει...
Αυτός ήταν και ο λόγος που μίσησα το ίδρυμα και ακόμη περισσότερο τους ανθρώπους που το υπηρετούσαν, παρ΄ εκτός την καθαρίστρια, μια κυρτωμένη αδύνατη γυναικούλα με κατακόκκινα χέρια που όποτε τη συναντούσα με σταμάταγε, μου χάιδευε τα μαλλιά, μου χαμογελούσε, μια γκριμάτσα χαμόγελου περιχαρακωμένο από δεκάδες ρυτίδες και μου έδινε κρυφά μια τόση δα μικρούλα καραμέλα ή κανένα κλεμμένο κουφέτο. Ότι και να ήταν το έκρυβα στην τσέπη για να το απολαύσω σαν έπεφτα στο κρεβάτι και βέβαια μετά που κτύπαγε το σιωπητήριο, ώστε να είμαι σίγουρη ότι κανείς δεν θα με δει...
Την πρώτη φορά που με σταμάτησε, έφυγα τρέχοντας, το μόνο που πρόφτασα να δω ήταν τα θλιμμένα μάτια της μετά έκανα τη δύσκολη, τελικά επεδίωκα αυτό το άγνωστο χάδι, τη γκριμάτσα του χαμόγελου, τη μυρωδιά της. Μύριζε ποτάσα και σκόνη.
Τελευταία φορά την είδα να μου κουνά το χέρι πίσω από τα κάγκελα την ώρα που η κοινωνική λειτουργός με παράδιδε σε μια ανάδοχη οικογένεια. Ποτέ δεν έμαθα τ΄ όνομά της. Ποτέ δεν ξέχασα το χάδι της. Ποτέ ξανά δε γεύτηκα τόση γλύκα σε καραμέλα ή κουφέτο ή στην ίδια τη ζωή...
Οι ανάδοχες οικογένειες πληρώνονται από το κράτος με τη δικαιολογία του εξωτερικού συνεργάτη, κρατάνε το ή τα παιδιά για ένα διάστημα ως ότου βρεθεί κάποιος που θα τα υιοθετήσει. Σ΄ ένα σπίτι ανάδοχης οικογένειας πέρασα μερικά χρόνια καλά, όχι ότι δεν με μάλωναν και με το δίκιο τους οι άνθρωποι, ήμουνα ένα ατίθασο πεισματάρικο γαϊδούρι. Το σημαντικό ήταν ότι είχα ένα πατέρα και μια μάνα έστω και σε μορφή σκιώδη.
..............................................................................................................................................

Τελικά δεν με υιοθέτησε καμιά οικογένεια. Επέστρεψα στο ίδρυμα. Ήμουνα μεγάλη,
μόλις δέκα χρονών, θεώρησαν καλό να με στείλουν να μάθω μια τέχνη σ΄ ένα από τα ιδρύματα της βασίλισσας Φρειδερίκης, την αγία τάδε... Ναι, τα περισσότερα ιδρύματα είχαν ονόματα αγίων ή βασιλιάδων...
Βρισκόμαστε στο 1958, όταν μαθεύτηκε ότι αποφάσισαν μ΄ ένα πλοίο να στείλουν δέκα παιδιά για υιοθεσία στην Αμερική. Τρομοκρατήθηκα... και το ίδιο βράδυ το έσκασα....
Δεν ήξερα κατά πόσο ήταν αλήθεια ή ψέματα, πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω ότι αυτές οι αποστολές υιοθεσίας, όντως γινόντουσαν.
Περιπλανήθηκα ώρες ωσότου άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου. Νόμιζα ότι στάθηκα τυχερή, όταν με βρήκε να κοιμάμαι σ΄ ένα παγκάκι μια ωραία κυρία η οποία ενδιαφέρθηκε για μένα και όταν της είπα ότι είμαι ορφανή και ότι δεν έχω κανένα δικό μου, με πήρε σπίτι της, μ΄ έπλυνε, μ΄ έντυσε, με τάισε.
Χάρηκε όταν ανακάλυψε ότι ήξερα γράμματα. Μου έδινε βιβλία να διαβάζω μου εξηγούσε ό,τι δεν καταλάβαινα και με μάθαινε αγγλικά εγώ, για πληρωμή έκανα τις δουλειές του σπιτιού. Πέρναγα καλά και σχεδόν την αγάπησα. Το σίγουρο είναι ότι είχε βρει τον τρόπο να με επηρεάζει Αυτό κράτησε τρία χρόνια, μεγάλωσα, πάχυνα απόκτησα στήθος, έγινα κοπέλα κανονική κι όταν στα δεκατρία μου ήρθαν τα “ρούχα μου”, μου έδωσε συμβουλές και μου εξήγησε ό,τι θα έπρεπε να ξέρω.
Μου είπε ότι τώρα πια έγινα γυναίκα και ότι αυτή θα φρόντιζε ν΄ αποκτήσω και την ανάλογη προίκα ώστε όταν έρθει η ώρα να με παντρέψει μ΄ ένα καλό παιδί. Όνειρα και προσδοκίες... Μάλιστα για να γιορτάσουμε το γεγονός με πήγε στα μαγαζιά και μου αγόρασε ρούχα που ούτε είχα ονειρευτεί. Μου χάρισε κολόνιες, σαπούνια που μοσχομύριζαν μέχρι και εσώρουχα χρωματιστά και μαύρα. Ένιωθα πριγκίπισσα. Έπεισα τον εαυτό μου ότι αυτή η γυναίκα άξιζε την αγάπη μου.

Μια μέρα ήρθε σπίτι ένας από τους φίλους της, τον ήξερα, ερχόταν συχνά και όταν πήγαινα να κοιμηθώ οι δυο τους έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι. Άκουγα τα γέλια τους μέχρι που μ΄ έπαιρνε ο ύπνος. Εκείνη τη μέρα η κυρία Σούζη μου πρότεινε να μείνω στην παρέα τους. Μου είπε ότι τώρα πια δεν ήμουνα παιδάκι και ότι μπορούσα να τους κάνω παρέα. Ο κύριος Μάριος, έτσι τον έλεγαν, έφερε μια τούρτα για μένα και σαμπάνια για την κυρία Σούζη.
Φάγαμε και για πρώτη φορά ήπια σαμπάνια, μου άρεσαν οι φυσαλίδες που έσκαγαν στη γλώσσα και μου γαργαλούσαν το λαιμό. Ήταν καλοκαίρι, έκανε ζέστη, ανοίξαμε τρεις σαμπάνιες, άρχισα να ιδρώνω. Με την παρότρυνση της κυρίας έβγαλα το φόρεμα μου, φόρεσα ένα από τα ελαφρά νυχτικά που μου είχε χαρίσει, ήταν κόκκινο. Έκανε το ίδιο και η κυρία Σούζη. Ένοιωθα πολύ όμορφα, είχα την εντύπωση ότι πέταγα, τους το είπα. Ο κύριος Μάριος γελώντας μου είπε ότι μέθυσα και ότι έφταιγε η σαμπάνια. Γελάγαμε και προσπαθούσαμε οι δύο γυναίκες να γδύσουμε τον κύριο Μάριο, «Όχι περί κακού αλλά για να μη ζεσταίνεται ο άνθρωπος..», είπε η κυρία Σούζη. Αυτός έκανε ότι δεν ήθελε, έτρεχε μέσα στο σπίτι, με το μπουκάλι της σαμπάνιας στο χέρι. Εμείς τον κυνηγούσαμε με γέλια και φωνές. Όταν τα καταφέραμε να τον αφήσουμε μόνο με τη φανέλα, έμεινα σαν κολώνα, σαν άγαλμα και τον κοίταζα από τη μέση και κάτω. Δεν είχα ξαναδεί άντρα γυμνό. Βρισκόμαστε στην κρεβατοκάμαρα της κυρίας. Οι δυο τους γέλαγαν συνέχεια, εγώ κοίταζα. Μια στιγμή η κυρία του δίνει μια σπρωξιά και τον ρίχνει στο κρεβάτι. Με παίρνει από το χέρι και αρχίζει να μου κάνει μάθημα . Κοίτα κούκλα μου πως είναι οι άντρες. Να αυτό λέγεται έτσι, τα άλλα αλλιώς. Ζαλιζόμουν συνέχεια. Ο κύριος Μάριος μ΄ αγκαλιάζει και μου βάζει το μπουκάλι στο στόμα, πίνω μια γουλιά. Σα να συνήλθα λίγο. Με τον ίδιο τρόπο ήπιαν και αυτοί σαμπάνια από το μπουκάλι. Μετά βρέθηκα να χαϊδεύω τον κύριο Μάριο. Σε κάθε χάδι μου άλλαζε μορφή το μόριό του, έτσι μου είπαν ότι λέγεται, ήταν αστείο το πως μεγάλωνε, γέλαγα. Η κυρία Σούζη με φιλούσε και μ΄ έγδυσε χωρίς να το καταλάβω.

Όταν ξύπνησα το πρωί βρισκόμουν στο κρεβάτι μου μ΄ ένα τρομερό πονοκέφαλο. Η Σούζη ήρθε μ΄ ένα πιατάκι γλυκό ρετσέλι, ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ κι΄ ένα τσιγάρο. Κάθισε δίπλα μου και μου θύμισε πόσο πολύ ωραία περάσαμε χτες, πόσο κυρία φάνηκα και πόσο πολύ μ΄ εκτίμησε ο κύριος Μάριος. Εκείνη, ήταν πολύ ευχαριστημένη μαζί μου. Με χάιδευε και μου υποσχέθηκε πως αν ακούω τις συμβουλές της πολύ γρήγορα θα γίνω πλούσια και θα κάνω ό,τι θέλω. Με φίλησε στα χείλη και τότε κατάλαβα πόσο πονούσαν, πονούσα παντού...
Ύστερα μου έφερε ένα μεγάλο γυάλινο κουμπαρά, εγώ νόμιζα ότι ήταν βάζο για λουλούδια, μου έδωσε και πεντακόσιες δραχμές και μου είπε να βάλω το χαρτονόμισμα μέσα, ήταν δώρο από τον Μάριο... Μου είπε ακόμη πως δεν χρειάζεται να τους μιλάω με το σας και το σεις, να τον λέω Μάριο και εκείνη Σούζη, γιατί τώρα πια είμαστε μια παρέα...
.....................................................................................................................................................................................................................


Ο κουμπαράς ξεχειλίσει από χιλιάρικα, ο Μάριος και η παρέα του χάθηκαν μόλις έκοψα τα κοτσιδάκια μου. Ήρθαν άλλες παρέες, τα χρόνια πέρασαν, η Σούζη πέθανε και νά ΄μαι τώρα με το βιβλιάριο των καταθέσεων στα χέρια. Εγώ, το ατίθασο παιδί, πίσω από την ηλεκτρονικά κλειστή γυάλινη πόρτα ενώ οι άλλοι βρίσκονται μέσα στη ζωή, τη φτηνιάρικη, τη μίζερη ζωή τους, μα σίγουρα αυτοί ζουν, αναπνέουν.-

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-03-2014