Σκορπια Φυλλα Ημερολογιου

Δημιουργός: melitaadam@yahoo.gr, Μελίτα Αδάμ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info





ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΙΡΚΑΣ

1959
(Άνοιξη)

1η Μαΐου, σήμερα έκλεισα τα δέκα τέσσερα. Η μαμά στόλισε και το σπίτι με λουλούδια, έφτιαξε γαλατόπιτα και μου είπε αύριο που είναι Κυριακή να καλέσω τις φίλες μου για να γιορτάσουμε.
Φίλες,,, Δεν ξέρω αν έχω. Δεν προφταίνω να έχω φίλες. Ίσως να καλέσω δυο κοπέλες που δουλεύουμε μαζί στο καπελάδικο της οδού Απελού. Μπορεί και μια συμμαθήτρια από το νυχτερινό. Δεν έχω χρόνο για παρέες. Βλέπω τα κορίτσια στο “νυφοπάζαρο“, που πάνε βόλτες τα απογεύματα, εκεί κατά το σούρουπο,.
Η ζωή μου είναι κάθε πρωί, έξι η ώρα, ν΄ αγοράζω ψωμί και γάλα, να τρώμε με τη μάνα μου πρωινό, συνήθως όρθιες, ενώ εκείνη ετοιμάζει το κολατσιό μας για τη δουλειά. Η μάνα δουλεύει στο παπουτσάδικο του κυρ Παναγή “ως κορδελιάστρα“, δηλαδή γαζώνει στη ραπτομηχανή τα διάφορα κομμάτια δέρματος για να γίνουν τα παπούτσια. Σκληρή δουλειά, τα χέρια της έχουν κάνει κάλους.
Το μεσημέρι, πιο μεσημέρι, απόγευμα είναι το σωστό, εκείνη γυρίζει σπίτι μαγειρεύει, πλένει και… με περίμενε. Εγώ, μετά τη δουλειά πηγαίνω στο νυχτερινό γυμνάσιο, γυρίζω σπίτι σούρουπο την ώρα που τα κορίτσια βγαίνουν για τις περατζάδες στο ”νυφοπάζαρο”… Πάντα πολύ κουρασμένη, τρώω σα λύκος και μετά διάβασμα. Θέλω να σπουδάσω, αγαπώ τα γράμματα, θα γίνω δασκάλα ή νηπιαγωγός.
Μια Κυριακή μου μένει για να κοιμηθώ, να πλυθώ, να λουστώ, να διαβάσω.
Δουλεύω από εννιά χρονών. Για να με πάρουν στη δουλειά είχαμε κρύψει τα χρόνια μου. Δεν το κατάλαβαν γιατί ήμουνα ψηλή και σωματώδης. «Ίδια ο πατέρας σου» μου έλεγε η μάνα και γέμιζαν τα μάτια της δάκρυα. «Την κατάρα μου να έχουν οι αναθεματισμένοι, μου τον σκότωσαν στα δεκεμβριανά τον λεβέντη μου, ήταν τριάντα χρονών».
Μέσα σε αυτή τη ζωή, που να χωρέσουν φίλες. Ήθελα να πω στη μάνα να γιορτάσουμε μόνες μας, να φάμε την γαλατόπιτα και να κοιμηθούμε αγκαλίτσα.
Αν ζούσε ο πατέρας μου όλα θα ήταν διαφορετικά. Ήταν δάσκαλος, είχαμε τη σειρά μας, μου λέει η μάνα, όλοι μας σέβονταν. Πώς τα έβγαλε πέρα μια όμορφη γυναίκα εικοσιπέντε χρονών μ΄ ένα μωρό στην αγκαλιά; Τη θαυμάζω. Εγώ βέβαια δεν θυμάμαι τίποτα, ούτε την εικόνα του, μόλις είχα χρονίσει. Τι τα σκέπτομαι όλα αυτά; Δεν βγαίνει τίποτα………………………………………………………………………………………………..


1959
(Φθινόπωρο)

Σε θυμάμαι αγαπημένο ημερολόγιό μου όταν πνίγομαι, θα μπορούσα να γράφω κάθε μέρα, έχω τόσα να πω αλλά δεν προφταίνω. Τα μαθήματα γίνονται κάθε χρόνο και πιο δύσκολα. Από εκεί που ήμουνα πρώτη μαθήτρια φέτος έπεσα στο 16-17 και όμως διαβάζω πολύ.
Αυτοί που με ξεπέρασαν είναι ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ήρθαν φέτος. Δεν ξέρω πως τους δέχθηκαν αφού δεν εργάζονται. Λένε πως είναι γνωστοί της διευθύντριας και πως το νυχτερινό σχολείο είναι πιο εύκολο. Βέβαια όταν δεν δουλεύεις και τα βρίσκεις όλα έτοιμα τότε ίσως να είναι πιο εύκολα όλα. Αυτά τα παιδιά κάθε μέρα πηγαίνουν στο μπαρ και τρώνε του πουλιού το γάλα και όλοι τους κάνουν τεμενάδες.
Έχω γίνει κακιά. Είπα στη μάνα μου ότι θα γράψω στον υπουργό και θα καταγγείλω το περιστατικό. Θύμωσε: «Και τι σε νοιάζει ο βαθμός; Εσύ στόχο σου έχεις να μαθαίνεις, όχι ν΄ ανταγωνίζεσαι τους άλλους». Δεν με καταλαβαίνει και το τελευταίο διάστημα έχει πολλά νεύρα. Κάτι πρέπει να έχει. Άλλαξε η συμπεριφορά της. Ναι ξέρω θα μου πεις γιατί δεν την ρωτάω. Την ρώτησα. «Κουράστηκα Μίρκα μου τόσα χρόνια μόνη …», μου είπε με ένταση. Μόνη της; Και εγώ τι είμαι; ήθελα να την ρωτήσω.
Σταμάτησα τη συζήτηση. Μήπως έγινε αυτό που φοβόμουνα; Γιατί όχι. Είναι μόλις σαράντα χρονών, μια όμορφη γερή γυναίκα. Μήπως τα έμπλεξε με κανένα; Δικαίωμά της είναι. Αρκεί να μην τον φέρει στο σπίτι μας. Και προς θεού να μην είναι αυτός που νομίζω ότι της κολλάει χρόνια τώρα. Ο κουρέας που το παίζει λιμοκοντόρος. Λένε πως είναι πλούσιος. Έχει και δικό του αυτοκίνητο. Αυτός ο “κύριος Πάνος” όποτε δεν έχει δουλειά κορτάρει με όλες τις κοπέλες. Ακόμα και σε μένα τα έχει ρίξει. «Τι κουκλάκι έχεις γίνει… Μα, με τέτοια μάνα μπορούσες να είσαι άσχημη;» Θύμωσα και του απάντησα να κοιτάει τη δουλειά του και να μας αφήσει στην ησυχία μας.
Κλείνουν τα μάτια μου. Παρακαλώ το Θεό να κάνω λάθος.
………………………………………………………………………………………………………..

1960
(Άνοιξη)

Φέτος κλείνω τα δεκαπέντε, το πρωί των γενεθλίων μου, η μάνα μου, απλά με φίλησε και μου έφερε ένα ζευγάρι άσπρες μπότες και μια κρεμαστή τσάντα, είναι η πρώτη τσάντα μου. Πολύ όμορφα και τα δύο…
Γιατί δεν είμαι χαρούμενη;
Γιατί έκοψε τα μαλλιά της κοντά;
Γιατί όλο και πιο μακριά μου την νιώθω;
Μήπως ζηλεύω; Προχθές το βράδυ που γύρισα σπίτι είχε βάλει ραδιόφωνο και σιγοτραγουδούσε και ενώ ήξερε πως είχα διαγώνισμα αρχαίων ούτε που με ρώτησε πως πήγα. Πρώτη φορά συνέβη αυτό. Απλά μου είπε: « Α ήρθες χρυσό μου; Έλα να φας θα πεινάς, εγώ έχω φάει». Πάλι δε μίλησα, έφαγε μόνη της; Δεν το είχε ξανακάνει ή μήπως έφαγε με τον άγνωστο κύριο Χ.
………………………………………………………………………………………………………..


1960
(Καλοκαίρι)

Άκου τι έγινε αγαπημένο μου ημερολόγιο, μόνο σε σένα μπορώ και μιλάω. Σε ποιόν να τα πω… Φίλες δεν έχω, μόνο εσύ υπάρχεις. Η μάνα, μου ανακοίνωσε ότι με έγραψε στις κατασκηνώσεις του Δήμου για τον Αύγουστο που το καπελάδικο κλείνει από 15 μέχρι 31.
Δεν θέλω να πάω κατασκήνωση μεγάλωσα πια, πήγαινα μέχρι τα δέκα, τώρα θυμήθηκε πάλι το Δήμο... Ήλπιζα να περάσω κοντά της μερικές μέρες, όπως τα τελευταία τρία χρόνια που ετοιμάζαμε τσάι παγωμένο, σάντουιτς και πρωί κατά τις 8 παίρναμε το λεωφορείο και κάθε μέρα πηγαίναμε σε διαφορετική παραλία. Τα βράδια πηγαίναμε στο σινεμά της γειτονιάς μας, όποτε άλλαζε ταινία, τρώγαμε σπόρους και πότε γελάγαμε με τις ελληνικές κωμωδίες, άλλοτε πάλι αγκαλιασμένες κλαίγαμε για τα δεινά της πρωταγωνίστριας.
Πάω για ύπνο. Καλή μου νύχτα.
………………………………………………...…………………………………………………….


1960
(1η Σεπτεμβρίου)

Η κατασκήνωση τελείωσε. Πέρασαν οι μέρες καλύτερα από ότι φοβόμουνα. Επειδή ήμουνα μεγάλη με ονόμασαν βοηθό. Τα κατάφερα τόσο καλά που μου είπαν ότι του χρόνου θα μπορούσα να δουλέψω όλο το καλοκαίρι κοντά τους με πληρωμή. Αυτό με ικανοποίησε. Τουλάχιστον κάποιοι με αναγνώρισαν για την προθυμία μου, την εργατικότητα, τον ήρεμο τρόπο που αντιμετώπισα κάποιες δύσκολες στιγμές και με βράβευσαν για ό,τι πρόσφερα. Χαρούμενη κατέβηκα από το πούλμαν και είδα τη μάνα μου να με περιμένει. Ήταν πολύ όμορφη και γελαστή. Έτρεξα στην αγκαλιά της. Φιληθήκαμε και τότε τον είδα… Ναι αυτό που έτρεμα, τον “κύριο Πάνο” να μας πλησιάζει και τη μάνα να λέει, αγάπη μου τον Πάνο τον ξέρεις, θέλουμε να σου αναγγείλουμε ότι αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Θα αποκτήσουμε έναν τέλειο προστάτη και…
Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν, ένας κεραυνός έπεσε σαν να άνοιξε η γη και όλα έγιναν μαύρα.
Το πρωί ξύπνησα στο κρεβάτι μου, η μάνα μου κοιμόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα μου. Προσπάθησα να σηκωθώ, εκείνη ξύπνησε. Με χάιδεψε «Μωρό μου ο γιατρός είπε να μείνεις στο κρεβάτι. Λιποθύμησες από την κούραση της κατασκήνωσης και σου έκανε μια ένεση. Δεν θα πας στη δουλειά. Θα τους ειδοποιήσω ότι είσαι άρρωστη». Το ταβάνι γύριζε σαν τότε που είχα δοκιμάσει να πιω ουίσκι.
Έκλεισα τα μάτια και τότε θυμήθηκα τι έγινε. Η μορφή του εφιάλτη μου “κύριου Πάνου” με σκέπασε. «Μαμά “αυτός” θα μείνει σπίτι μας;» Έκπληκτη με κοίταξε «Τον Πάνο εννοείς όταν λες αυτός;» «Ναι, μαμά “αυτόν”». Άρχισε να με χαϊδεύει. «Κοριτσάκι μου θα δεις όλα θα αλλάξουν. Θα πάμε να μείνουμε στο σπίτι του που είναι μεγάλο. Θα έχεις το δικό σου δωμάτιο, θα σταματήσεις τη δουλειά, θα πας σε κανονικό σχολείο και μου υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει να σπουδάσεις. Αυτό δεν είναι το όνειρό σου; Θα γίνεις δασκάλα όπως ο πατέρας σου. Είναι καλός άνθρωπος ο Πάνος και μας αγαπάει. Θα δεις όλα θ΄ αλλάξουν».
Ίσως να ξαναλιποθύμησα, ίσως να κοιμήθηκα, μπορεί και να πέθανα.
Τρεις μέρες ήμουνα στην ίδια κατάσταση, όμως στο μυαλό η μία σκέψη διαδεχόταν την άλλη. Έπαιρνα αποφάσεις.
Θα εξακολουθήσω να δουλεύω.
Δεν θέλω τα λεφτά του. Τίποτα δεν θέλω από “αυτόν”.
Θα σταθώ στα πόδια μου και θα φύγω με την πρώτη ευκαιρία.
Υποσχέθηκα πως τις μόνες λέξεις που θα του απεύθυνα ήταν το «καλημέρα ή καληνύχτα σας κύριε», τίποτα άλλο.
……………………………………………………………………………………………………

Δύο μήνες μετά όλα έγιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει οι δυο τους ενώ αποδέχτηκαν τον μοναδικό όρο που έβαλα, να συνεχίσω να δουλεύω. «Κοριτσάκι», έτσι με αποκαλούσε μετά το γάμο τους, «Καλό θα σου κάνει να μάθεις τέχνη, τα λεφτά σου όμως θα τα κρατάς, δεν θα πέφτουν στο σπίτι» μου είπε. Καλοσύνη του…
………………………………………………………………………………………………………..


(15 Δεκεμβρίου)

H μάνα μου είναι πολύ χαρούμενη, Μένω κατάπληκτη πως είναι δυνατόν να μη βλέπει την χυδαιότητα αυτού του άνθρώπου, πως δεν παρατηρεί τον τρόπο που με κοιτάει; Νιώθω τόσο άσχημα ώστε αναγκάστηκα, από τότε που γίναμε, χα΄ χα΄ χα΄, «οικογένεια», να μην ξαναφορέσω μίνι ούτε τα κολλάν πανταλόνια μου. Άλλαξα στυλ φοράω φαρδιά μεξικάνικα φορέματα και κελεμπίες, έτσι σκεπάζω το μεγάλο στήθος και καμπύλες μου. Μακάρι να μην ήμουνα τόσο αναπτυγμένη, να έμοιαζα με την Ηρώ, μια στέκα, σανίδα σκέτη, ενώ εγώ...
Η κυρία Φωφώ στο καπελάδικο με φωνάζει «μοντελάκι μου». Το περίεργο είναι πως τα άλλα δυο κορίτσια η ΄Ηρώ και η Μαρία όχι μόνο δε με ζηλεύουν αλλά με βοηθάνε στις μεταμορφώσεις μου όταν η κυρία Φωφώ στέλνει φωτογραφίες στους εμπόρους για τα καπέλα της και με κάνει μοντέλο. Ανάλογα με την εποχή μετατρέπομαι τον χειμώνα σε γυναίκα με τα μαλλιά κότσο ή ριχτά στην πλάτη κα τα ανάλογα καπέλα, τουρμπάνια, μπερέδες ή τα βραδινά. Για τα καλοκαιρινά καπέλα ψάθες, τραγιάσκες ή κάσκες εμφανίζομαι ως νέα κοπέλα συνήθως με μία ή δύο κοτσίδες ή αλογοουρά. Την Ηρώ την φωτογραφίζει με τα παιδικά καπέλα. Η Μαρία που είναι κοντή και χοντρή εκτελεί χρέη φωτογράφου με μεγάλη επιτυχία. Δεν έχουμε παράπονο δύο φορές το χρόνο που γίνονται η διαφημίσεις μας πληρώνει έξτρα και μας κάνει και το τραπέζι…
Επανέρχομαι στον… Ένα βράδυ είπε ο «ακατονόμαστος» στη μάνα μου ενώ με κοιτούσε με ύφος υποτιμητικό: «Αγάπη μου δε λες στην κορούλα σου να ντύνεται σα γυναίκα και όχι σε αυτό το χάλι κυκλοφορεί σα γύφτισσα. Θα λένε στη γειτονιά μύρια όσα…» « Τι σε νοιάζει Πάνο μου; Είναι τόσο όμορφη που ότι και να φοράει της πηγαίνει, εξάλλου αυτή είναι η νέα μόδα».
Μήπως θέλει και να του κουνιέμαι; Το επόμενο βράδυ την ώρα του φαγητού και ενώ η μάνα σερβίριζε το φαγητό, πίσω από την πλάτη της, μου κλείνει το μάτι και με τη γλώσσα έγλειψε τα χείλη του.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που έφαγα μαζί τους. Προσπαθώ να καθυστερώ ώστε να έχουν φάει όταν γυρίζω από το σχολείο. Προφασίζομαι διάβασμα και τρώω όρθια στην κουζίνα, Μετά κλείνομαι στο δωμάτιό μου.
Ευτυχώς τα Σαββατόβραδα βγαίνουν έξω και την Κυριακή το βράδυ πηγαίνουν σινεμά. Όταν λείπουν αναπνέω. Σχεδόν κάθε βδομάδα μου προτείνουν να πάω μαζί τους. Πάντα με τη δικαιολογία του διαβάσματος ξεφεύγω.
«Αυτό το παιδί θα γίνει φυτό από το διάβασμα», είπε μια μέρα. Δεν του απάντησε καμία μας.
Θεέ μου, κάνε ν΄ αντέξω δύο χρόνια και μετά… έφυγα.
Κάνω αιματηρές οικονομίες, διαβάζω πάρα πολύ, κουράζομαι αλλά ανταμείφθηκα, ήρθα πρώτη και αυτό το εξάμηνο. Στα αγγλικά πήρα το lower και συνεχίζω.
Ευτυχώς δέχτηκαν να αρχίσω Ιταλικά και μάλιστα τα πληρώνει η μάνα μου. Έτσι κάθε Σάββατο απόγευμα κάνω μάθημα δυο ώρες. Η casa italiana είναι δύο στάσεις από το σπίτι. Στην τάξη είμαστε τέσσερα κορίτσια και δύο άγουρα αγόρια. Δεν ξέρω ποιος το πρότεινε, αλλά καθιερώθηκε μετά το μάθημα πηγαίνουμε στα Goodis. Έτσι όταν γυρίζω σπίτι το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής έχει φύγει για την έξοδό τους.
Τον βλέπω ελάχιστα…
Αρκεί που η μαμά μου είναι ευχαριστημένη.
…………………………………………………………...…………………………………………..

Φέτος ήταν οι πρώτες γιορτές μας, σαν οικογένεια. Ευτυχώς στο καπελάδικο είχαμε πολύ δουλειά και έμενα ως αργά το βράδυ. Ανήμερα τα Χριστούγεννα τους παρακάλεσα να καλέσουμε την Ηρώ πού ήταν ορφανή και έμενε στη ΣΤΕΓΗ των απόρων. Το δέχτηκαν και μάλιστα η μαμά πρότεινε να μείνει μαζί μας όλες τις γιορτές. Σώθηκα αγαπημένο μου ημερολόγιο!
……………………………………………………………………………………………………….



1961
(βράδυ 12.30)

Το ξέρεις, σου γράφω σχεδόν καθημερινά, το τι τραβάω κάθε μέρα και πόσο κουρασμένη είμαι. Ξέρεις ακόμα και το πόσο με ταλαιπωρούν οι φόβοι μου, τώρα δε τελευταία όλο και περισσότερο αυξάνονται οι επιφυλάξεις μου για τον «ακατονόμαστο». Όχι δεν είναι η ιδέα μου, με φλερτάρει και νιώθω το βλέμμα του να με γδύνει, μου κλείνει το μάτι και όλο….
Ας είναι , κάνω ότι δεν αντιλαμβάνομαι τίποτα………………………………………………….
……………………………………………………………………………………………………….

Όσο οι στιγμές αμφισβήτησης πυκνώνουν τόσο κλείνομαι στον εαυτό μου.
Τις τελευταίες μέρες με πονάει το στομάχι μου. Αύριο θα πάω στο ΠΙΚΠΑ, σε μια γιατρίνα που με ξέρει από παιδί. Η κυρία Φωφώ είπε να πάω στο ΙΚΑ, δεν θα την ακούσω.
………………………………………………………………………………………………………..

1962
(Μάρτιος)

Η Άνοιξη ήρθε, ο καιρός κάπως μαλάκωσε, ο κήπος καταπράσινος η ψυχή μου παγωμένη, υγρή, ναι, κάνει κρύο και όλο βρέχει. Πως άλλαξε η ζωή μας!!!
Λέω “μας”, εννοώ της μαμάς και η δική μου.
Κάθε μέρα και πιο ερωτευμένη με τον “ακατανόμαστο”. Κάθε μέρα και λιγότερο τη βλέπω. Μου λείπουν οι δικές μας ώρες, οι συζητήσεις μας, τα χαϊδολογήματά μας. Προσπαθώ να μην συναντιέμαι με τον τρισκατάρατο..
Ευτυχώς τα πρωινά, στις 7, ξυπνάει πρώτη η μαμά για να του ετοιμάσει το πρωινό του, εγώ, έχω ήδη πάει στο φούρνο, αυτή η συνήθεια δεν άλλαξε, αγοράζω το καθιερωμένο μυρωδάτο ψωμί και κρουασάν για τον “άρχοντα”, ανάθεμά τον, τρώω, φτιάχνω το σάντουιτς για το κολατσιό μου, της δίνω ένα φιλί πεταχτό. Με φιλάει νομίζω από συνήθεια. Δεν με αγκαλιάζει πια από την ημέρα που “αυτός” μας είδε αγκαλιασμένες και άρχισε τις ειρωνείες «Φεύγει για ταξίδι το κοριτσάκι και ο αρχηγός του σπιτιού δεν το ξέρει;» Εκείνη του απάντησε, «Ζηλεύεις Πάνο μου;»…
Σήμερα το πρωί μου λέει η μαμά:
«Χθες βράδυ συζητάγαμε με τον Πάνο, πολύ ενδιαφέρεται για σένα, λέει ότι κουράζεσαι πολύ και είσαι χαμένη από το σπίτι σαν να μην έχουμε παιδί και έχει δίκιο».
Τι να της έλεγα… Απλά την κοίταξα ψιθυρίζοντας ότι ευτυχώς που δεν είμαι παιδί του. Μάλλον δε με άκουσε, πολύ ήρεμη με ρωτάει.
- Μα γιατί φεύγεις τόσο πρωί, δε σε βλέπω καθόλου πια.
- Η κυρία Φωφώ μου έχει δώσει τα κλειδιά, ανοίγω το εργαστήρι, καθαρίζω, φτιάχνω καφέ, ανάβω τη σόμπα και μου μένει και μια ώρα για διάβασμα.
- Σ΄ έκανε και καθαρίστρια; Πώς το ανέχεσαι;
- Με πληρώνει έξτρα για αυτό.
- Γιατί κυνηγάς τόσο το χρήμα; Τώρα πια δεν έχουμε ανάγκη.
- Εγώ έχω. Με πιάνει από τους ώμους
- Κοίτα με στα μάτια, τον αποφεύγεις; Γιατί; Διστάζω προς στιγμή
- Ναι μαμά ,τον αποφεύγω για το καλό όλων μας…
Φεύγω τρέχοντας. Εκείνη σύξυλη με παρακολουθεί μέχρι που στρίβω στο δρόμο στο δρόμο.. Επιτέλους το είπα. Θα καταλάβει τι εννοούσα;
Ξέρω πως αν της πω το πόσο με κυνηγάει θα καταρρεύσει η οικογενειακή της γαλήνη… χα ΄χα΄ χα΄.
Τι άλλο να της έλεγα, ότι δεν μπορώ να τον βλέπω το πρωί που κυκλοφορεί με το σώβρακο επιδεικνύοντας τα σωματικά του προσόντα ή να της έλεγα ότι την περασμένη βδομάδα τόλμησε ν΄ ανοίξει την κρεβατοκάμαρά μου, ευτυχώς που η πόρτα μου τρίζει, νόμισα ότι ήταν η μαμά, μισάνοιξα τα μάτια μου και είδα τα πόδια του, ήταν ξυπόλητος, ξανάκλεισα τα μάτια . Η καρδιά μου κτύπαγε τρελά, πλησίασε στα κρεβάτι, εγώ ακίνητη. Έσκυψε άπλωσε το χέρι του στα μαλλιά μου τα χάιδεψε, συνέχισε προς το στήθος μου…
Υποτίθεται ότι κοιμόμουνα βαριά, γύρισα από την άλλη πλευρά σε κατάσταση πανικού, τον άκουσα να ψιθυρίζει «Πού θα μου πας μικρή νεράιδα, ξέρω να περιμένω και αξίζει τον κόπο…». Έφυγε αθόρυβα όπως ήρθε.
Έτρεμα σύγκορμη, πρέπει να κλειδώνω την πόρτα μου.
Όχι πες μου ημερολόγιό μου μπορώ να τα πω στη μαμά;;; Θα γίνει τεράστιο θέμα και πάλι αυτός θα βγει λάδι. Τον φαντάζομαι ήρεμα-ψυχρά να λέει: «Το κοριτσάκι θέλει να μας χωρίσει, αγάπη μου. Είναι δυνατόν, εγώ;»
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

1965
Τα βάσανά μου μέχρι εδώ ήταν. Τελείωσα αριστούχος. Μπήκα στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα. ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑ!!!
Αγαπημένο ημερολόγιο, πιστέ μου σύντροφε, θα πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Σήμερα 21 Σεπτεμβρίου μόλις έφυγε το “ζεύγος” μάζεψα τα προσωπικά μου πράγματα, βιβλία, ρουχισμό, φωτογραφίες γέμισα ένα ταξί με τσάντες, χαρτοκιβώτια, δύο μεγάλες βαλίτσες και δρόμο για τη φοιτητική ΕΣΤΙΑ της Πατησίων, όπου με έκαναν δεκτή ως ορφανή και εργαζόμενη. Πήρα από την Τράπεζα όλες τις οικονομίες των τελευταίων χρόνων και έγινα καπνός.
Το πού θα πήγαινα το ήξεραν μόνο οι συναδέλφισσές μου και φυσικά η κυρία Φωφώ που τόσο μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές μου.

Άφησα ένα σημείωμα στο ψυγείο. «Μανούλα είμαι ευτυχισμένη για την επιτυχία μου, πέρασα στο Πανεπιστήμιο της Θράκης… Φεύγω με το τρένο. Θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις τακτοποιηθώ. Μην ανησυχείς είναι όλα προγραμματισμένα. Χρήματα έχω, Σ΄ ευχαριστώ για όλα και μην ξεχνάς πόσο αγαπιόμαστε. Σε φιλώ η πεισματάρα κόρη σου».

Ελπίζω ότι δεν θα με βρουν στη Θράκη…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

[align=center][/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-04-2014