Του γέροντα η οργή

Δημιουργός: pennastregata, Αγάπη Μουνδριανάκη.

http://www.goodnet.gr/rethumno-trechonta/articles/sugklonismeni-i-kriti-apo-tin-tragodia-sta-muriokefala.html

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Δεν ή(ν)το "η ώρα η κακή"
μα ο κακός καιρός σας,
οι ψευτοκαπετάνιοι σας
"καμάρι" στο χωρίο σας.
Ή(ν)το η σάπια κούτρα σας
και η κακή βουλή σας,
απου αναθρέφετε παιδιά
κατά τη διαστροφή σας.
Κοπέλια πού' ναι πλια μικιά
απ' τ' όπλο που βαστούνε
και απου τα καμαρώνετε
όντε μεθοκοπούνε,
σκοτώνουν και σκοτώνουνται
και χύνουν μαύρο αίμα.
Τα κλαίτε σαν τα θάβετε
μα πείτε μου και 'μένα:
Πετάξατε τσι σφαίρες σας
στση μάνας ντως τον πόνο;
Τα (γ)ίδια συνεχίζετε,
ντραπείτε μόνο-μόνο.
Οι κούπες και οι μπαλωθιές
δεν κάνουνε τσι άντρες,
μήδε τα κλεψιμέικα
που χώνετε στσι μάντρες.
Εγώ 'μαι γέρος, μα ποτές
δεν βάστουνε μπιστόλι...
και τσι οχτρούς πολέμησα,
γατέω ήντα 'ναι βόλι.
Μα όντε θα πάω, στο Γιωργιό
για ν' άψω το καντήλι
μην τύχει και σιμώσετε
και συγγενείς και φίλοι.
Καλιά να δώκω στα βουνά
μαζί με τα οζά μου,
παρά να κλαίω, να ντρέπουμαι
απού 'σαστε γενιά μου.

(Γλωσσάρι:
κούτρα= κεφάλι
βουλή= θέληση, γνώμη, γνώση
απού = που
κοπέλια=παιδιά πλια μικιά=πιο μικρά
όντε=όταν
τσι=τις/τους
ντως=τους
γίδια= ίδια
κούπες: εκ περιτροπής "κάλεσμα" κάποιου στην παρέα να πιει μονορούφι ένα νεροπότηρο κρασί ή τσικουδιά κτλ.
κλεψιμέικα= προϊόντα ζωοκλοπής
χώνω= κρύβω στσι=στις
βάστουνε/εβάστουνε= κρατούσα, κουβαλούσα μαζί μου
οχτροί= εχθροί
γατέ(χ)ω/κατέ(χ)ω= ξέρω, γνωρίζω
όντε= όταν
άφτω=ανάβω
σιμώνω=πλησιάζω
καλιά= καλύτερα . να δώκω= να πάω, να φύγω
οζα= τα ζώα, συνήθως κοπαδιού, πρόβατα και κατσίκια )






Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-04-2014