Ο κος Ντόνκης

Δημιουργός: zpeponi, Νικος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο γάιδαρος, ο μούλαρος, ο τρις μουλαρωμένος,
με μια φοράδα ήτανε, ο δόλιος, τσιμπημένος.
Την έβλεπε και τρέχανε τα σάλια του στην χλόη,
ήταν στην δούλεψη ενός, στο Τέξας, καουμπόη.

Ο γαιδαράκος, ρέμπελος, είχ’ όλη μέρα χρόνο
και είχε βαρύ μες την καρδιά, κρυφό, μεγάλο πόνο.
Ολημερίς περίπατο επήγαινε στην φάρμα,
την φοραδίτσα για να δει, που ‘χε καπούλια χάρμα.

Αυτή, άλλον λυμπίζονταν: ένα βαρβάτο άτι.
Μαζί του ονειρευότανε, μία ζωή χλιδάτη.
Δεν είχε για έρωτες καιρό, μα μόνο για το χρήμα.
Τον γάιδαρο δεν πρόσεχε που έλιωνε, τι κρίμα...

Μια σέλα της αγόρασε, μήπως την συγκινήσει,
μήπως αγάπης ψίθυρος στα στήθια της ηχήσει.
Μα, τρισαλί, δεν δέχτηκε, την σέλα να φορέσει
και πίσω την εγύρισε, στον γάιδαρο, πεσκέσι.

Με τα πολλά, βαρέθηκε, τον γόη να παριστάνει
και της φοράδας ξέχασε, για πάντα, το φουστάνι.
Την άφησε, την άτιμη, που ’χε καρδιά σαν πέτρα
και άλληνε αγάπησε: μουλάρα δύο μέτρα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-10-2014