Ακταίωνας

Δημιουργός: Ιχνηλάτης, Δημήτρης Κωνσταντινίδης

(π)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κανείς θνητός δεν τόλμησε τα μάτια να σηκώσει
το δέρμα της Αρτέμιδας γυμνό, να καμαρώσει.
Στα στήθη τ` αλαβάστρινα, στα φιλντισένια πόδια
στούς ώμους που λεμονανθό μυρίζουν και κολώνια,
το λάγνο βλέμμα πάνω της, για λίγο να καρφώσει!

Και συ παντέρμε κυνηγέ, ακούραστε ιχνηλάτη
πως μπόρεσες στην Άρτεμις, αισχρά να στρέψεις μάτι;
Κρυμμένος κείθε για να δείς πίσ` απ` τα χαμοκλάδια
την πιό αγνή απ` τις Θεές, γυμνή να κάνει νάζια
στην δροσερή της την πηγή, σκαφτή μέσ` τον αχάτη;

Μα η κυρά του φεγγαριού, της άγρας η θεότης
της φύσης η οικοδέσποινα, το σύμβολο της νιότης,
έχει τις νύμφες των βουνών, των ποταμιών τις λάμιες
πιστούς σωματοφύλακες, φρουρούς πάνω σε ντάμιες.
Φανέρωσαν τον κυνηγό, σαν φύσηξ` Απηλιώτης!

Το χέρι τίναξ` η Θεά και ράντισε τον νέο
με το νερό που λούζονταν. Κι αυτό ήταν το μοιραίο!
Ευθύς μεταμορφώθηκε σ` αρσενικό ελάφι
με ασημένια κέρατα κι οπλές απο χρυσάφι!
Με το περπάτημα στητό και το κορμί του ωραίο.

Μα τα πιστά του τα σκυλιά, που μόνο αυτόν γνωρίζαν,
είδαν το `λάφι! Τον Ακταίωνα πια δεν αναγνωρίζαν.
Του όρμησαν, τον δάγκωσαν, του ξέσκισαν τα πόδια
απ` το λαιμό τον άρπαξαν και του μπήξαν τα δόντια.
Τον όμορφο τον κυνηγό, αισχρά τον βασανίζαν.

Η Άρτεμις ολόγυμνη, τίναξε τα μαλλιά της!
Ήταν ξανά ολομόναχη στα δάση τα δικά της
χωρίς αχόρταγες ματιές, θνητών να την κοιτάζουν.
Αυτή δεν είν` για έρωτες κι αγάπες να της τάζουν.
Είναι θεά και κυνηγός και μέγας ιχνηλάτης.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-04-2015