Ο δρόμος της κακίας

Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης

για να μου θυμίζει πόσο σημαντικό είναι να ολοκληρώνεις κάτι που ξεκινάς, και πως οι βαρύτερες υποσχέσεις είναι αυτές που δίνουμε στον εαυτό μας... και πόσο δύσκολο είναι

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Χαρές πολλές δε γνώρισε σε τούτη τη ζωή,
γλυκό κρασί, γλυκό πιοτό, καθόλου καλοσύνη,
θάνατος τον περίμενε την άλλη το πρωί,
για το κακό που σκόρπισε να βρει δικαιοσύνη.

Κάποιοι συντρόφοι του παλιοί, του ίδιου συναφιού,
μες στο σκοτάδι της νυχτιάς βγήκαν απ' τα λημέρια,
κι αφού κρυφά τους έταξε τη γη του χρυσαφιού,
ορμήσαν και τον άρπαξαν απ' των φρουρών τα χέρια.

Κι έτσι τη νύχτα σάλπαραν στον άγριο ωκεανό,
με τα άστρα του χρυσού ουρανού σημάδι και πυξίδα,
κι αν το κελί του ο ήλιος βρει κι είν' αύριο αδειανό,
θα 'ναι γιατί ήθελε άλλη γη να κάμει για πατρίδα.



Μέρες σαράντα πάλευαν, με κίνδυνο πολύ,
κόντρα στης φύσης τα στοιχειά με ρότα για τη δύση,
ήλιο στιγμή δεν είδανε, δεν είδανε πουλί,
και κάθε ελπίδα να σωθούν στη μοίρα είχαν αφήσει.

Καθένας, όλοι χωριστά, το ίδιο είχε σκεφτεί,
πως ίσως και να γλίτωναν με μια του ενός θυσία,
τη θάλασσα να μέρωναν, να σώνονταν αυτοί,
σαράντα νύχτες κι άλλη μια, γίνηκε η προδοσία.

Οι φίλοι που τον έσωσαν, τώρα τον λένε εχθρό,
στα κύματα τον δίνουνε με χέρι φοβισμένο,
απ' την κακιά την τύχη τους, απ' τον κακό ουρανό,
κι απ' του θανάτου του κακού το φόβο οπλισμένο.



Τα κύματα τον έριξαν σε έναν χρυσό γιαλό,
σε έναν από τους άγνωστους, της δύσης ξένους τόπους...
Αυτός εκεί τί γύρευε, θηρίο αμαρτωλό,
ανάμεσα σε γελαστούς και σε καλούς ανθρώπους;

Μια κόρη τον αγάπησε, μικρή, μελαχροινή,
σε μια γιορτή του φεγγαριού τον έκανε δικό της,
ζωή καινούργια δίπλα της αρχίνησε κοινή,
για χάρη της αγάπης του, που γνώρισε, της πρώτης.

Στόλιζε με πολύχρωμα, φανταχτερά τατού,
παίζοντας με το σώμα της και τις γλυκές της ρόγες,
το ολόγυμνο κορμάκι της χαϊδεύοντας παντού,
μες στην καρδιά φουντώνανε του πόθου τους οι φλόγες.



Στον ίδιο όπου ναυάγησε τον τόπο μιαν αυγή,
φάνηκε στον ορίζοντα καράβι αρματωμένο.
Βαριά κατάρα, ασήκωτη, πατήσανε τη γη
εκείνοι που τον είχανε στο κύμα πεταμένο.

Παλέψανε και μάτωσαν λουλούδι και σπαθί,
οι κόσμοι του αντιμάχονταν, ο χθεσινός κι ο νέος,
ονόματα ξεχάστηκαν, γενιές έχουν χαθεί,
απ' όταν έπεσε στη γη, απ' όλους τελευταίος.

Όπως μαθαίνει από μικρός, ο άνθρωπος περπατά,
μόνο στην όψη δείχνουνε τα χρόνια κι η ηλικία...
Μες στο κενό ατενίζοντας, με μάτια ορθάνοιχτά,
του θάνατου δεν ξέφυγε, ξέφυγε απ' την κακία.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-05-2006