Μωντ

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από το 'Οι ξένοι που αγάπησα'. 'Καλά Χριστούγεννα' σε όλες και όλους

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μωντ.

(‘ Maud’, :του Alfred, Lord Tennyson).

Έλα στον κήπο, Μωντ, τώρα μακρυά
η μαύρη Νύχτα-νυχτερίδα έχει φύγει.
Έλα στον κήπο, Μωντ, η μοναξιά
στου κήπου σου την θύρα με τυλίγει,
σκορπά τ’αγέρι παντού ρόδων ευωδιά
και τ’άρωμα απ’τ’αγιόκλημα με πνίγει.

Έλα,τώρα αυγής αύρα φυσά,
τ’άστρο του Έρωτα, σε νύχτας μεσημέρι,
στο φως να σβήνει αρχίζει,π’αγαπά,
σε ουρανού ασφόδελων παρτέρι,
στου ήλιου το φως να σβήνει, π’αγαπά,
κι’απ’το δικό του να πεθαίνει χέρι.

Τα ρόδα άκουγαν στο κράτημα της νύχτας,
το φλάουτο, το μπάσο, το βιολί.
Στα βήματα των χορευτών της πίστας
σιγότρεμε του περβαζιού το γιασεμί,
ώσπου σιωπή με το πουλί της νύχτας,
και με της μήνης το βασίλεμα σιγή.

Είπα στο κρίνο:-Ένας είν’μονάχα
που με αυτόν μπορεί η καρδιά της να χαρεί.
Οι χορευτές θα την αφήσουν τάχα;
Απ’το παιγνίδι, τον χορό’χει κουραστεί.
Στην φεγγαρόδυση μισοί φυγάν μονάχα
κι’άλλοι μισοί με της ημέρας την αυγή,
πνιχτά στην άμμο, δυνατά στην πέτρα
η τελευταία άμαξά τους αντηχεί.

-.Γοργά η νύχτα φεύγει, είπα στο ρόδο,
με φασαρία, γλεντοκόπι και κρασί.
-Τι αχ! είν’τούτα εραστή, μικρέ μου λόρδε,
για κάποια που ποτέ δεν θά’χεις σύ;
Παρά εγώ, παρά εγώ! κι’ώμοσα τότε
-Δική μου πάντα και γιά πάντα θά’ναι αυτή..

Και μπήκε στο αίμα μου του ρόδου η ψυχή,
-από την σάλα μουσικής βαρειά ηχώ-
κι’εκεί στου κήπου σου την λίμνη ώρα πολλή
του ρυακιού αφουγκραζόμουν το νερό
από την λίμνη στο λειμώνα.. κι’από’κεί
στο δάσος μας.. το απ’όλα πιο ακριβό..

Τόσο γλυκό το πέρασμά σου απ’τον λειμώνα
που σαν ο άνεμος του Μάρτη αναστενάζει
βιολέτες μπλέ, όπώς τα μάτια σου, στο χώμα
των φίνων αχναριών σου ‘κείνος βάζει,
ως της κρυφής μας της αγάπης την κρυψώνα
στης Παραδείσου των κοιλάδων το περβάζι.

Της ακακίας τα κλαδιά ακινητούσαν,
λευκά λουλούδια της δεν έπαιρνε αέρας.
Στην λίμνη οι λευκανθοί της σάν σκορπούσαν
λαγοκοιμόνταν τα ηράνθεμα της σέρας..
Όμώς μ'εμέ τα ρόδα αγρυπνούσαν,
τι γνώριζαν τον λόγο σου σε μένα,
οι κρίνοι και τα ρόδα πως πονούσαν,
προσμέναν την αυγή ..προσμέναν σένα!

Του μπουμπουκόκηπου των ροδοκοριτσιών
ρόδων βασίλισσα έλα εδώ, οι χοροί τελειώσαν
Σε σατέν λάμψη.. μαργαριταριών..
κρίνα και ρόδα εσέ βασίλισσα ωμόσαν.
Μικρό κεφάλι, μέσ’την λάμψη των μαλλιών,
βγες,γίνε ήλιος , για τα άνθη που νυχτώσαν!

Δες! Έχει ένα υπέροχο κυλήσει
δάκρυ στην θύρα ,από του πάθους το λουλούδι.
Η περιστέρα, η αγαπώ μου δεν θ’αργήσει,
έρχεται η μοίρα, η ζωή μου, το τραγούδι.
Το κόκκινο το ρόδο:- ‘Είναι κοντά!’,'Είναι κοντά!'
λέει και τ’άσπρο κλαίει:- ‘Έχει αργήσει!’
‘Ακούω!ακούω!’ λέει το δελφίνιο πνιχτά,
το κρίνο:- ‘Καρτερώ!’ ‘χει ψιθυρίσει.


Έρχεται η δική μου, η γλυκειά μου,
αερικού βηματισμό, όπως εκείνης,
θά’κουγε και θα χτύπαγε η καρδιά μου,
κι’αν χώμα ήταν χωματένιας κλίνης,
την σκόνη της θα άκουγε η δικιά μου,
έναν αιώνα και αν ήμουνα νεκρός,
κάτ’απ’τα πόδια της θα τρέμιζε η καρδιά μου,
σαν ερυθρός και πορφυρός θα’βγαινε ανθός!.-

Ελεύθερη απόδοση στην ελληνική Μ.Ελμύρας


























[align=center]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-12-2016