Τατού

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από το 'Διαφωνία για τον ήλιο κάποιου Ιούνη'.Καλό βράδυ σε όλες και όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τατού.
Απ'τη νύχτα άλλοί φερμένοι ,άλλους έφερε η μέρα
και γεμίζαν οι φωνές τους,γέλια, κρότοι, τον αέρα
πλέκαν του καιρού τσαντίρια με χαράς χρυσοβελόνες
με φιλιά γύρω, παντού..
ήρθαν νύχτα, ήρθαν μέρα και χαράξαν την ψυχή μου,
στο κορμί της, ναι, κεντήσαν χίλια μύρια δυό τατού.

Του ά-λογού’σαν εραστές,γελαστές μιάς μαύρης μοίρας,
με χαλκό στα πρόσωπά τους και στα μάτια τους φωτιά
κι’ήσαν όλοι τους φερμένοι απ’της γης αυτής τις άκριες
άλλοι απ’την κορφή του κόσμου,απ’το νότο άλλοι ήσαν
κι’απ’ανατολή και δύση..
ήρθαν γύρω μου, τριγύρω, ήρθαν κι’έστησαν χορό,
μέθυσαν τρελό μεθύσι.

Και γελούσαν και..γελάνε στων αυτιών τα δυό κοχύλια
-Πιές! μου κράζαν..-Πιές! μου κράζουν
τα φιλιά απ’τα δυό μας χείλια
χαλκοπρόσωπες τσιγγάνες,με λυτές μαύρες πλεξούδες,
Αφροδίτες αφρικάνες,λυγερόκορμες σαν φίδια..
-Πιές! μου κράζαν..-Πιές! μου κράζουν
τα φιλιά απ’τα δυό μας χείλια.

Κι’ήσαν παρεκεί στητοί,αυστηροί και με κοιτούσαν
πρόγονοι που χρόνια τόσα,χρόνια λυώνουνε στο χώμα
κι’όμως ζωντανοί ακόμα, πρόγονοι που καρτερούσαν
την δική μου υποταγή στη βαρειά κληρονομιά τους
και τα μάτια τους φωτιά, αστραπής φωτιές πετούσαν.

Κι’ο πιο γέρος από όλους, μ’ασπροσύννεφο μαλλιά,
με ματιά ζεστή σαν δάκρυ, σαν μιάς μάνας αγκαλιά
και ματιά σκληρή, ατσάλι, όμοια δόρυ δωρικό,
με στητό ψηλά κεφάλι..χέρι άπλωσε και μού’πε
να χορέψουμε, σαν πρώτα, τον χορό τον ορφικό.

Αντηχούσαν οι παιάνες,τα ‘ευοί’ και τα ‘ευάν’
και θερμοπαρακαλούσαν τ’ά-λογου οι εραστές
και οι γελαστές μιάς μοίρας κι’οι τσιγγάνοι κι’οι τσιγγάνες
να χορέψουνε μαζύ μου..
κι’αρπαζόνταν απ’τα ρούχα,πάνω μου να κρατηθούνε,
ένα να γινούν μαζύ μου, να στεριώσουν το κορμί τους,
σε μιάν άκρια στο κορμί μου.

Κι’οι προγόνοι, βλοσυροί, γύρω ολόγυρα κοιτούσαν,
πότε’μένα, πότε’κείνους τους φτωχούς τους κουρελήδες
και χτυπούσαν θυμωμένοι τα ροζιάρικα ραβδιά τους
στο ανθοσπαρμένο χώμα..
κι’από όλους δυό, ακόμα, σύρανε χρυσά στιλέτα
και καρφώσαν στην καρδιά μου,
για να σωριάστώ στο χώμα,τα δυό πόδια ν’αγκαλιάσω
και συγγνώμη να ζητήσω..
Μιά στιγμή’ταν, το θυμάμαι, μιά στιγμή πριν ξεψυχήσω.

Κι’ήρθε κι’έκατσε σιμά μου, διπλοπόδιασε στο χώμα
και στο μέτωπο’να χάδι και στα χείλη’να φιλί
τα μικρά τα δυό της στήθη σφιχταγγίξαν τα δικά μου
και μ’ανάστησε η καρδιά της, με ανάστησε το γέλιο,
το καθάριο,που κυλούσε απ’τα χείλη της ρυάκι
κι’ήτανε μικρή τσιγγάνα, απ’Ανατολή φερμένη,
και Μυρσίνη τ’όνομά της κι’ήταν απ’τη Θράκη.

Κι’ο λαός ο κουρελής,σαν είδέ ζωή να παίρνω,
αναστέναξε και λόγια και ευχή χιλιόστομη είπε
κι'ένας με κερνά μιά κούπα γλυκομύριστο κρασί,
άλλος στο λαιμό μου γύρω ένα φυλαχτό κρεμά,
άλλος απ'τα δυό του χέρια άφησε ζεστό'να χάδι
στο κορμί μου να κυλήσει
και ανάψανε, θυμάμαι, καταμέσο του ξεφώτου,
μιά φωτιά με χίλιες φλόγες, μιά χιλιόχρονη φωτιά,
και καθήσανε τριγύρω,στο κατάμεσο εμένα
κι'ένας ένας, στη σειρά,άρχιζε γλυκό τραγούδι,
άρχιζε πικρό τραγούδι..

Άκουσα μύρια τραγούδια γύρω,ολόγυρα να τρέμουν
κι'αρπαζόνταν από δέντρα,πικροδάφνες, άγρια σκίνα,
αλαργεύαν, αλαργεύαν και ξανά πίσω γυρνούσαν
και στα πρόσωπά τους πίκρα και ανείπωτος καημός
τάφου που δεν μνημονέψαν κι'ούτε τ'άναψαν καντήλι..
Ψυχοτρέμανε τα χείλη και θερμοπαρακαλούσαν
του καιρού οι προδομένοι κι'όσοι στ'άδικο νυχτώσαν
κι'οι ζητιάνοι κι'οι τσιγγάνες κι'η γλυκιά μικρή Μυρσίνη,
πού'ρθε απ'την Ανατολή,
και θερμοπαρακαλούσαν για ν'αφήσω τα τραγούδια,
τα γλυκόπικρα τραγούδια τους ν'αφήσω να περάσουν
στης καρδιάς μου το λιμάνι και ν'αράξουν..

Άνοιξα τότε την καρδιά μου, μπήκαν μέσα και αράξαν
και’κεί μέσα ζουν και τρέφουν..

Απ'τη νύχτα άλλοί φερμένοι, άλλους έφερε η μέρα
χίλια μύρια χρόνια πριν κι’ήταν σαν εχτές ακόμα..
Πλέκανε τσαντίρια του ήλιου με χαράς χρυσοβελόνες
με φιλιά γύρω…παντού..
Ήρθαν νύχτα, ήρθαν μέρα.. και κεντήσαν την ψυχή μου,
στο κορμί της, ναι, χαράξαν χίλια μύρια δυό τατού…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-03-2017