Σιρόκος

Δημιουργός: Καραμελομένος_Χιμπανζτής

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ζεστός Σιρόκος φύσηξε για να τη βρει,
Σήμερα που όλα τον έρωτα θυμίζουν,
Σ' ένα βαπόρι έστεκε ψηλά στην κουπαστή,
Τα μυστικά της έλεγε στα κύματα που αφρίζουν.

Στο Τεχεράνικο παζάρι την είδε φευγαλέα,
Σχέδιο πορτραίτου ενός αρτίστα σε καμβά,
Δυο θάλασσες θλιμμένες, τα μάτια της μοιραία,
Γίνηκε η αύρα του καυτή σαν πυρκαγιά.

Στης Δαμασκού τα τείχη σ' ενα παλιό τραγούδι,
Γραντζούναγε ένας τυφλός το φάλτσο του βιολί,
Ένα κορίτσι χόρευε, στ' αυτί είχε λουλούδι,
Και οι μελωδίες έπεφταν ψιλές σαν τη βροχή.

Στης Σμύρνης τους υπόγειους τεκέδες,
Σε μια μεγάλη ρουφηξιά χασις,
Δυο γέροι μάγκες φωνάζαν αμανέδες,
Τις ώρες της πικρότερης σιωπής.

Οδυσσέας περιπλανώμενος για χρόνια,
Κι' αυτή της Μεσογείου ακρόπρωρο στ' ανοιχτά,
Στα κύματα της άπλωσε λευκά σεντόνια,
Και όλους του φάρους έσβησε σαν νά 'τανε κεριά.

Σκέφτηκε σαν αεράκι στο φόρεμά της να τρυπώσει,
Πως να χαϊδέψει απαλά τα χρυσαφί μαλλιά της,
Τα στήθια της να αγγίξει και να νιώσει
Και από Σιρόκος γίνηκε μασκαρεμένος Μπάτης.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-06-2017