Ατυχείς παρελθόντες στίχοι

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B][I]΄Έντεκα αιώνια δευτερόλεπτα αγκιστρωμένα στο τώρα..΄΄
(ατυχείς παρελθόντες στίχοι)

!!!!

Επτά ολόκληρα χρόνια, ταξιδεύοντας χωρίς εισιτήριο, στα απέραντα μονοπάτια του διαδικτύου, προσπαθούσα να ανακαλύψω τη χαμένη μου παιδικότητα...


Έψαχνα χρόνια να εντοπίσω το χαμένο γλύκισμα, μέσα σε υπόγειους διαδρόμους της αληθινής κοινωνίας, αλλά και τα πολύπλοκα μονοπάτια της εικονικής πραγματικότητας...


...Είχες στα μάτια μια μελαγχολία
κι έγραφε, έγραφε στα χείλη η μπογιά
λέξεις, εικόνες, μνήμες κι αμαρτία
έμοιαζε σύννεφο η νιφάδα του χιονιά


έγραφε πέφτοντας το δάκρυ ως κιμωλία
σκούρα τελεία σε λευκή νερομπογιά
έσπαζε κάτω από τα βλέφαρα στα τρία
κι άνθιζε η Άνοιξη στ’ ονείρου τα κλαδιά


πάει καιρός που ζωγραφίζουμε με κόκκινο μελάνι
τις πληγές που μας μαυρίσανε στο χρόνο
και γράφουμε με πράσινο
έχοντας μια ψευδαίσθηση πως θα φανεί η Ελπίδα


γύρω απ’ την ανοιχτή αγκαλιά ένα κενό
στο βάθος της καρδιάς μας, κάρβουνο..-...


Άνοιξα στο τέλος, το ντουλάπι, να δω αν τελικά έχει μείνει ένα έστω ελάχιστο ψήγμα από σοκολάτα, πίσω από τη ζάχαρη, δίπλα στον καφέ, ανάμεσα στα πατατάκια, μέσα στα μπισκότα, πλάι στα μακαρόνια.
Έψαχνα με τις ώρες. Δε βρήκα τίποτα!


..Άνοιξα τα λευκά φτερά και πέταξα
πέταξα σαν περιστέρι στους ουρανούς
άνοιξα τα φτερά μου
να διώξω το βάρος της συνείδησης


έγινα ταχυδρόμος για να ταχυδρομώ τα όνειρα
τώρα στέλνω επιστολές στ’ αστέρια
κι όμως τα φτερά μου είναι λευκά
ψηλά στους ουρανούς που αστράφτει ο ήλιος


γίνονται καθρέπτες στα φεγγάρια της νυχτός
κι όλα τα φιλιά διανέμει της καρδιάς ο χτύπος


...θα χτίσω το σπιτάκι μας με ζάχαρη, κανέλα
τριγύρω παντεσπάνι, το ταβάνι σαντιγί
οι τοίχοι σοκολάτα και οι πόρτες καραμέλα
η γεύση πιο γλυκιά απ’ το δικό σου το φιλί...


γεράσαμε με κάτι σκέψεις να γυρίζουν στο κεφάλι
και κάποιες άμορφες ιδέες να ζαλίζουνε τη σκέψη μας
μα νιώθω πως δεν πέρασε ούτε μέρα
κι άλλοτε πάλι ξεψυχώ, μετρώντας χρόνια ένα-ένα
τόσα που λέω να σταματήσω…


μακρύναν τα μαλλιά μας
τόσο που λέω να τα κόψω, να μη χύνονται στο σώμα σου


...Εντόπισα τελικά ένα στίγμα, κάπου ανάμεσα στο παράλογο και το κατανοητό, το διαστρεβλωμένο και το απολύτως φυσιολογικό, αποκρυπτογραφώντας τις δεδομένες πληροφορίες του περιβάλλοντος...


πολλές φορές, έτσι απλά, προσπάθησα
ν’ αλλάξω τη ζωή βγαίνοντας από το σπίτι
να πάρω μαζί μου λίγα από ‘κείνα τα αστρόνειρα
που φύλαγα στα σεντόνια


κι όμως με το φως του πρωινού
λιώνανε πάντα όλα τα όνειρα και δεν προλάβαινα
να βάλω ένα στην τσέπη, για κολατσιό...


...ο ένας έβγαινε, ο άλλος έμπαινε
κόσμος μπαινόβγαινε ολοένα
έπειτα στάθηκα όρθιος να σ’ αποχαιρετήσω


με κοίταζες, σε κοίταγα
κοιταζόμασταν με τα μάτια καρφωμένα στο σήμερα


μέτραγα τα βλέμματα ένα-ένα
μέτρησα έντεκα αιώνια δευτερόλεπτα
αγκιστρωμένα στο τώρα


- κι έκλεισα με βία την πόρτα ξοπίσω μου...


...τι χρώμα να ‘χουν τώρα τα μαλλιά σου;
ανθίζανε σαν άνθη από τριαντάφυλλα
και μύριζαν τ’ αρώματα του Παραδείσου


μην κλαις, είναι αργά για δάκρυα τώρα
πιάσε το χέρι μου
μαζί θ’ ανέβουμε αυτό το δρόμο που καταλήγει στο νεκροταφείο
κι αν κουραστείς στη διαδρομή, χαμογέλα
ίσως έτσι να χαμογελάσει κι η ψυχή σου
τώρα που έχει παρέα το χέρι σου, ένα άλλο χέρι...


...σπιρτόκουτα ανάβουν τις λαμπάδες του επιτάφιου
κατάμαυροι καπνοί πλανώνται από την πόλη
κι αυτά που γράφω τώρα είναι ζεστά
τα λόγια και οι πράξεις μας ανέδειξαν καυτά απωθημένα
και κρυμμένα στη φορμόλη


φωτιά στα σωθικά, στο τζάκι μια παλιά κοινή φωτογραφία
λιωμένο ένα κερί, λιωμένη κι η ασπρόμαυρη ελπίδα
να ξεφύγουμε στο αύριο


μου μοιάζει μ’ ένα πένθιμο Ανοιξιάτικο πρωινό
που μαύρη καταιγίδα ξημερώνει
κι αν σύννεφο δε βρήκαμε ν’ αφήσουμε καημό
στην πλάτη ολομόναχοι τον πάμε σα νεκρό
που τάφο δεν του σκάψαμε να έχει κάποιο λόγο για να υπάρχει


ρεζέρβα ένας καιρός σ’ ένα Ανοιξιάτικο οικόπεδο
γεμάτο χαμομήλι, πατημένες πασχαλιές
κι ένα ζευγάρι αρβύλες του στρατιώτη
{ αυτές θα πάρεις δώρο φεύγοντας απ’ το νεκροταφείο
- ενθύμιο για τις ξέγνοιαστες ημέρες μας }...


...τι χρώμα να ‘χουν τώρα τα μαλλιά σου;
ανθίζανε σαν άνθη από τριαντάφυλλα
και μύριζαν τ’ αρώματα του Παραδείσου


μην κλαις, είναι αργά για δάκρυα τώρα
πιάσε το χέρι μου
πιστή και αλλοπρόσαλλη, αστείρευτα να δίνεσαι σε μένα
για να ‘χω κάποιο λόγο να ελπίζω και να υπάρχω
τριγύρω απ’ τα σκατά να μη βουλιάξω


μπροστά σκατά, πίσω μαστίγια, λόγια με πόνο
φρικτά βασανιστήρια του μυαλού που με δικάζουν για τις πράξεις μου


...μα τώρα που ο ήλιος βασιλεύει μια ευχή ρίξε στη θάλασσα
χίλια χρώματα σου χάρισα κι ακόμα να γυρίσεις απ’ τα ξένα
κι αν ξέχασες κι εμένα, τι σε διάλεξα;...


...ντροπή μου που δεν έζησα αυτά που λαχταρούσα
μετάνιωσα για εκείνα που δεν έκανα
κι αν έβρισα ή έκλαψα κι αν έφτυσα εκεί όπου πατούσα
συγνώμη που εκδικήθηκα εκείνα που μισούσα
συγχώρα με που αγάπησα εσένα κι όχι εμένα
{ χαιρέτα με που σου ‘φυγα στα ξένα }


και δρόμο να γυρίσεις απ’ το θάνατο δεν έφτιαξε ο χάρος
σαν πάρεις τα μπαγκάζια με τις μνήμες για να φύγεις
με δύναμη, με σθένος και με ίσιο το κεφάλι
θα μείνω για τα μάτια σου ένας ξένος..


μην κλαις, είναι αργά για δάκρυα τώρα
πιάσε το χέρι μου
μαζί θ’ ανέβουμε αυτό το δρόμο που καταλήγει στο νεκροταφείο..

Ταξιδεύει ο καημός μέσα από τις οπτικές ίνες και σου φέρνει για δώρο τα φιλιά μου..


ταξιδεύει...
θέλω να πω
δεν ξημερώνει πια για μας
ένα ηλιόλουστο πρωινό, σαν όλα τ’ άλλα
οι μέρες μοιάζουν ένα πένθιμο σεντόνι


όταν σ’ ανταμώσω
δε θα σε κοιτάξω στα μάτια
θα σφίγγονται, θα τσούζουν
όχι απ’ τα δάκρυα
απ’ την κακία του κόσμου θα σφίγγονται
σα γροθιά στο στομάχι
απ’ την αδυναμία θα τσούζουν
σαν οινόπνευμα στις πληγές


τ’ άκουσες;
τα δέντρα στήσανε μαρτυρικό χορό
και κλαίνε με ρετσίνια
στις θάλασσες, τα κύματα υψώνονται έξι μέτρα
και των βουνών οι κορυφές τρυπήσανε τα σύννεφα


...γι’ αυτό σου λέω, έλα
πάμε να προλάβουμε το τρένο
που περνάει έξω απ’ την πόρτα μας
πάμε να πιάσουμε την τελευταία ηλιαχτίδα
που σφηνώθηκε στους βρόγχους του φωταγωγού
στο πηγάδι που ξεπλύναμε τις αμαρτίες μας...


...φέρτε πίσω την αγάπη μου που χάθηκε
και μαζί της, φέρτε πίσω τη ζωή μου
μες στα χέρια της ο έρωτας μ’ ανάστησε
δέκα άγγελοι την κοίμισαν μαζί μου


τώρα μόνος λιώνω σαν παλιό σπιρτόκουτο
πεταγμένο στο δρομάκι που τη βρήκα
κι αν τα μάτια της αστράφταν στο ψιλόβροχο
του φιλιού ήταν και του έρωτα η γλύκα


ποιος να το ‘λεγε πως θα ‘μοιαζα απόμακρο
σκοτεινό, βαθύ σημάδι στην ψυχή της
κι ούτε κάποιο περασμένο Σαββατόβραδο
να μην τύλιξα τα χέρια στο κορμί της


ποιος να ξέρει να μου πει, τώρα που χάνεσαι
και ποιο πέλαγο ατενίζει ο λογισμός σου
σαν πουλί έχεις φτερούγες, μα δεν πιάνεσαι
μήτε ακούω πια τον ήχο απ’ τη φωνή σου...


...κι αν λέω ψέματα δικάστε με
αν δε θυμάμαι μην το πείτε
μ’ αν λέω αλήθεια δείτε με
πως την προσμένω να γυρίσει


να με πετάει σ’ άγνωστο ουρανό
σε τρυφερή αγκαλιά να με κρατήσει
τα μελωμένα χείλη της να βλέπουν το Θεό
και στο λαιμό φιλιά να ‘χει γεμίσει


μα κι αν την είχα δεν την γνώρισα
μήτε την ένιωσα να πέρασε
αλλά κι αν ήρθε δεν το πίστεψα
κι αν έφυγε, ποιος να το ξέρει;


σταμάτησα ν’ ακούω μουσική
κι απώλεσα τον ήχο απ’ τη φωνή σου
λησμόνησα όσα πέρασα μαζί σου
μ’ ακόμα η πληγή μου αιμορραγεί


στ’ αυτιά μου υπήρχε πάντα αυτός ο ήχος
που μου έδινε το ερέθισμα να ζήσω
που μ’ έκανε τρελά να σ’ αγαπήσω
μα ετούτο ήταν μόνο η αρχή...


...περαστικοί βοριάδες είμαστε όλοι
να αποπνέουμε ελπίδες που πεθαίνουνε
περαστικοί καπνοί απ’ αναμμένες φλόγες
που με την πιο απαλή βροχή αμέσως σβήνουνε..


μονάχος έμαθα ν’ ακούω τη φωνή μου
να περπατώ, μονάχος έμαθα
κι αν ήρθε κάποτε η ώρα
ήταν γιατί το διάλεξα μα και με διάλεξε
ανάμεσα σε τόσα άλλα χέρια
ανάμεσα στα σκυθρωπά τους πρόσωπα
που όταν λένε καλημέρα, χαμογελώντας
η ψυχή τους δακρύζει απ’ τη μονοτονία


σκέψου να ‘χεις κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα
να ξυπνάς μόνος στο φτωχικό σου δωμάτιο
να πίνεις τον καφέ στο μπαλκόνι, καπνίζοντας
και να νιώθεις τον καπνό του τσιγάρου
να βγάζει φωνή και να σου μιλάει
και να λέει: “σε σκοτώνω, σε σκοτώνω
αλλά είμαι απαραίτητο για να πάει καλά η μέρα σου”...


...Τι είναι τελικά το ΝΑΙ;
Ποιος το δημιούργησε για να το χαίρεται
και ποιος το κυβερνάει;
Εδώ κυβερνάει τον κόσμο η μιζέρια και η στεναχώρια.
Εδώ κλαίμε!
Και το δάκρυ μας κυλάει αργά-αργά
στάζει το κατακαλόκαιρο στο μουχλιασμένο παντζούρι μας
και γίνεται κρύσταλλος.
Το χειμώνα δε
αυξάνονται τα δάκρυα κι απ’ την κλεισούρα
δημιουργούνται σταλαγμίτες στην οροφή που ενώνονται με το πάτωμα.
Εδώ είναι το πέτρινο μουσείο απολιθωμένων καρδιών
που πιάστηκαν αιχμάλωτες στην ερωτική μάχη
τρυπήθηκαν από τις λεξόσφαιρες και πέθαναν.


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να επισκεφτείς μια φορά στη ζωή σου
το μουσείο με τις πέτρινες καρδιές.
Κι αν σου έχουν απομείνει ακόμα αισθήματα
θυμήσου να εκθέσεις και τη δική σου
στα μάτια των υπολοίπων πέτρινων επισκεπτών...

...στάσου
σήμερα έκλεψα χρυσό απ’ τα μαλλιά σου
κουτάλες μέλι απ’ τα μάτια σου


φτερά και πούπουλα έστρωσα για χαλί
να μοιάσω μ’ έρμαιο καράβι στ’ ανοικτά
που γέρνει η ζωή του


κι όσο ποτέ μου δε τη βάσταξα
κι όσο δε τη λαχτάρησα
τη λάτρεψα για σένα, στάσου...


μονάχα δως μου ένα φιλί στο πρόσωπο
κι ένα στα μάτια
να μοιάσω μ’ έρμαιο καράβι στ’ ανοικτά
κι εσύ ο άνεμος που παγιδεύει τ’ άστρα


στεριά δε βρήκα μέχρι τώρα να σε λησμονήσω
κι όπως τα χείλη θα χαϊδεύουνε τα χείλη
στην αγκαλιά μ’ ορμή...-...


..μορφή μου
τις νύχτες θυμάται η αγάπη
πως τάχα υπάρχει
πως κάπου φωλιάζει και κρύβεται
το ένα του πόθου κομμάτι


που έμεινε σ’ ένα
παγκάκι του πάρκου
φιλί παινεμένο, πνοή του θανάτου
και γλύφει τα μέρη
που οι δυο μας μαζί προχωρήσαμε...


Πιο κάτω δεν έχει
Πιο κάτω ειν’ η Κόλαση
Ένα λεπτό πριν την αστραπή
Εσύ γυναίκα
Ζεις σ’ ένα σώμα που αιμορραγεί
Και γιατρικό άλλο απ’ τον έρωτα που να βρεις;


Πήραν φωτιά τα τούβλα στο χαμόσπιτο και τα ντουβάρια μαύρισαν τον ήλιο
Στη νύχτα έμαθε η μοναξιά να παίζει...-..


Η νύχτα γέννησε τη μοναξιά
Μα η μοναξιά είναι πουτάνα
Παίρνει στα πόδια της ανάμεσα όλα τ’ αγόρια αντάμα
Και να σκεφτείς ένα λεπτό πριν την Ανατολή όλο το Σύμπαν πλημμυρίζει


Γλίτωσα τέσσερις το θάνατο
Παραμιλώ παραπατάω
Μα το λιμάνι του έρωτα δε φτάνω
Κι απ’ του κρασιού τη ζάλη έπιασα πάτο


Κάτω απ’ τον πάτο του κρασιού οι λογοτέχνες
Στήνουν χορό οι ξεχασμένοι ποιητές
Τούτοι δε λείπουνε ποτέ
Ήπιαν τ’ αθάνατο νερό και δε τους πιάνει το φαρμάκι
Ούτε η σφαίρα ούτε η αρρώστια δε τους πιάνει
Γεννάνε λέξεις που δε γέννησε η γλώσσα


Πήραν φωτιά τα τούβλα στο χαμόσπιτο και τα ντουβάρια μαύρισαν τον ήλιο
Κι απ’ του κρασιού τη ζάλη έπιασα πάτο
Πιο κάτω δεν έχει
Πιο κάτω ειν’ η Κόλαση...


...στάσου
σήμερα έκλεψα χρυσό απ’ τα μαλλιά σου
κουτάλες μέλι απ’ τα μάτια σου


σήμερα έμαθα πως το φιλί έχει γεύση τριαντάφυλλου
σα λικέρ αποσταγμένο σε μπαλσάμικο σιρόπι
με σταγόνες καραμέλας και δυόσμου


στα παραμύθια οι νεράιδες
πως έχουνε φτερά για να πετούν πάνω απ’ τις ψυχές μας
όταν εμείς δεν τις βλέπουμε
γιατί κοιτάζουμε πάντα τον εαυτούλη μας...


ταξιδεύει...
..Ταξιδεύει ο καημός μέσα από τις οπτικές ίνες και σου φέρνει για δώρο τα φιλιά μου..

!!!!

Γιώργος_Κ (αν φτάσατε μέχρι εδώ διαβάσατε 25,5 kbyte πληροφορίας)

Ένας μικρός καλλωπισμός κι ένα διαστόλισμα άτυχων στίχων
που δεν ευδοκίμησαν στο διάστικτο γαλανό διάστημα...

[align=center][B][I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-09-2017