Αντιπολεμικά

Δημιουργός: kotsani, Γιώργος Σοϊλεμεζίδης

Από το τίποτα ξεπηδήσαμε και στο πουθενά θα πάμε.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ίον Ντέγκεν - ένας άνθρωπος του θρύλου. Γεννήθηκε το 1925 στην Mogilev-Podolsk στην Ουκρανία. Πολέμησε από 16 χρονών - από τον Ιούλιο 1941 έως τον Ιανουάριο του 1945. Υπήρχε οδηγός του τανκς, κάηκε, τραυματίστηκε τέσσερις φορές, το τελευταίο τραύμα του προκάλεσε σοβαρή αναπηρία. Μετά τον πόλεμο - ορθοπεδικός χειρουργός. Εργάστηκε στο Κίεβο. Από το 1977, ζει στο Ισραήλ.
Ένα ποίημα που έχει κάνει τον Ίονα Ντέγκεν διάσημο, μπορεί να φαίνεται σε κάποιον σκληρό. Αλλά αυτές οι οκτώ αράδες λένε για τον πόλεμο πολύ περισσότερο από τους μεγάλους τόμους των εγκυκλοπαιδειών.

Καλέ μου...

Καλέ μου φίλε, ψυχορραγείς,
Μην προσπαθείς κάτι να πεις,
Καλύτερα τα παγωμένα μου τα χέρια να θερμαίνω,
Παν’ απ’ το αίμα σου ζεστοκαμένο.

Δεν είσαι λαβωμένος φίλε μου, ήδη είσαι νεκρός,
Ενώ εγώ υποφέρω απ’ τον κρύο και πονάω,
Με συγχωρείς, θα βγάλω τις τσόχινες σου μπότες,
Αφού ακόμη πρέπει να πολεμάω.


Ο βάρδος Αλεξάνδρ Ντόλσκι (γεν. 1938) δίκαια μπορεί να συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων δημιουργών και εκτελεστών τραγουδιών - μαζί με τον Οκουτζχάβα και Βισότσκι. Σύμφωνα με τον Ντόλσκι, στη Γερμανία, η μετάφραση του ποιήματος περιελήφθη σε ένα από τα σχολικά λογοτεχνικά εγχειρίδια.

Μπαλάντα για τον αγνοούμενο

Μέσα στο ναρκοπέδιο με βρήκανε την Πέμπτη,
Πριν, έσπασε ο ουρανός στα μάτια μου σαν γυαλί,
Κ’ αυτό που έμεινε από το σώμα μου,
Ήταν κοκκινομαυροπράσινη εικόνα παρδαλή.

Οι φίλοι μου από την διμοιρία και το λόχο μου,
Οπισθοχώρησαν εγκαταλείποντας αμυντική γραμμή,
Και οι ομάδα ταφής πάνω στον κάρρο της
Ξέχασε να τοποθετεί το άψυχο κορμί.

Κι εγώ πάνω στο χώμα ξαπλωμένος,
Με μάτια σβησμένα κοιτούσα τα ουράνια μουγγά,
Και με πλησίασε ένα στρατιωτάκι,
Έσκυψε πάνω μου σιγά-σιγά.

Έμεινε κόκαλο ο μικρός Hitlerjugend
Αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό μου, το δικό του προσωπάκι,
Έκπληκτος έκλεγε και ήταν φοβισμένος
Από της μοίρας το τρομερό παιχνιδάκι.

Για τη ζωή γνωρίζοντας ολίγο,
Τον θάνατό του βλέποντας εδώ,
Ψέλλιζε προσευχές, κατάρες,
Αλλά δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του εγώ.

Τα μάτια μου νεκρά για να μη βλέπει,
Ο πρόσφατος εχθρός μου, στη γη γερμανική,
Με έθαψε, ελπίζοντας πως θ’ ανατρέπει,
Τη θανή του, τη μελλοντική.

Το Σάββατο όταν επέστρεψε η διμοιρία μου,
Νεκρός ο νεκροθάφτης μου κειτόταν στο χαντάκι.
«Πόσο μοιάζει τον Σάσα!», είπε ο φίλος μου,
Σηκώνοντας του Hitlerjugend το τουφεκάκι.

Κείμαι μέσα στη γη κάποιες δεκαετίες,
Συνήθισα τη μοίρα μου, ομολογώ.
Ακούω τα παιδιά να παίζουν από πάνω μου,
Αλλά δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα τους εγώ.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-10-2018