Ο Κωστής

Δημιουργός: Σταυρος Τζανης, Σταυρος Τζανης

Απο ανέκδοτη συλλογή

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο Κωστής

Κι οψές καθώς επόριζα ‘π’το σπίτι για να φύγω
είδα φιγούρα γνώριμη κι εσίμωνε κοντά,
κότσο πιασμένο τα μαλλιά , ψηλός, γεροδεμένος
κι εγροίκας τα στιβάνια ντου να κάνουν σαματά.

Είδα τον Κώστα πάλι οψές στην γειτονιά να μπαίνει
και τοίχο-τοίχο επήγαινε,μίλιε ψιθυριστά,
το πιώμα του ‘χει την καρδιά και το κορμί μαργώσει
τρέχ’η ψυχή ντου αντίθετα με φώτα σφαλιστά.

Πορπάθιε , παραλάντιζε δεξά ζερβά στην μέθη
κι ένα ταξίμι εψέλιζαν τα χείλη ντου πικρό,
ίσως για τούτο το πλοκιό τ’ανέγνωρο τση ζήσης,
π’αγάλι αγάλι χάνεται σε έρεβος οικτρό.

Ίσως θυμάται και πονεί , τσ’αγάπης του τα μάθια
που ‘χενε χρώμα θάλασσας και μπλάβο τ’ουρανού,
που δυστυχώς δεν μπόρεσε μαζί ντου να βαστάξει
και να βλεπίζει κάθ’αργά τα χάλια του πιοτού.

Ίσως τσι θυγατέρες του να λαχταρά να σμίξει,
που επήρε η γυναίκα ντου και μίσεψε μακριά
και μιας ντροπής φαρμακερής λεπίδα να του σκίζει
ομάδι με την θύμηση στα δέκα την καρδιά.

Κι έτσι καθώς εσμίγαμε , με μπερδεμένα λόγια,
μια ρήση εξεστόμισε μπροστά μου φωναχτά
«Άντρας που έχει αρετές , όλοι τονε θαμάζουν
κι οχτροί ντου ακόμα θαμασμό του δίνουν στα κρυφά.»

Του είπα δίκιο ‘χεις Κωστή κι εμίσεψε να φύγει
κι έτσι καθώς εμάκραινε,ξάνοιγα σιωπηλά
κι είδα φριχτά η αμοναξά ένα κορμί του πόνου,
πως έδεσε με τ’άραχνο σκοινί τζη φειδωλά.

Ε μαύρε Κώστα σ’έφαε , το κάματο τση νύχτας
και του πιοτού η φυλακή σου σκλάβωσε το νου
κι εδά φαντάζει αβάσταχτη και φοβερήν η ζήση
κι οι θύμησες οπλίζουνε την χέρα του χαμού.

Άχι Κωστή , τα μάθια σου όντε ξανοίγω μέρα,
βλέπω πως θάνατος φωλιά έχτισε στα κρυφά
κι είναι σαφή αγέλαστα τα χείλη σου και γιάσπρα
κι’απ’τη σφακάδα του πιοτού την ψεσινή στυφά.





Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-11-2018