Ταξιδιωτικό

Δημιουργός: kin, Γιωργος

Εξαιρετικά αφιερωμένο, σ'όλα τα παιδικά χρόνια που θάφτηκαν κάτω από τα μπαζωμένα ρέματα...Είθε νά'ναι ελαφριά η άσφαλτος που τα σκεπάζει...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μουσική...
Μαέστρο...
Μια μελωδία νοσταλγική παρακαλώ...

Φώς...
Κύριε φροντιστά...
τα φώτα στον αφηγητή παρακαλώ...

Ευχαριστώ...

Όπως καταλάβατε, αυτό που θα ακούσετε είναι μιά ιστορία.
Μιά ιστορία που είναι παιδική.
Και είναι κι αληθινή.
Είναι ένα βίωμα και μια φούχτα εικόνες...

Ήταν τότε που ΄μουν στα τέσσερα μου.
Τα χρόνια εννοώ ε?
Εδώ, σ'ένα δήμο στην "περιοχή πρωτεύουσης", όπως λεγόταν τότε.
Εδώ που είμαι και τώρα,
μόνο που τώρα,
είμαι μέσα στην κονσέρβα.
Για να παρκάρω το αυτοκίνητο,
πρέπει να πάω ένα χιλιόμετρο μακριά,
κι αν είμαι τυχερός και βρω, αλλιώς...

Ενώ τότε ήταν αλλιώς,
τότε, το πέρασμα ενός αυτοκινήτου,
μπορούσε να γίνει και το γεγονός της ημέρας.
Άσε που τότε δεν υπήρχαν ούτε σπίτια.
Πέντε σπίτια στον δρόμο τον δικό μας,
και τα επόμενα, πεντακόσια μέτρα μακριά.
Και ενδιάμεσα, αλάνες, παντού αλάνες...

Εκεί ήμουν στα τέσσερα μου,
κι εκεί μεγάλωσα, στις αλάνες.
Τι κι αν ήμουν τεσσάρων μόνο.
Τότε οι γέροι μας, μας είχαν αμολυτά τελείως.
Όλα τα πιτσιρίκια έξω, στις αλάνες...

Εγώ βέβαια είχα και δυο αδέρφια μεγαλύτερα.
Εκείνοι ήταν μεγάλοι, άντρες κανονικοί σου λέω...
Αφού για να καταλάβεις, εκείνοι είχαν τα διπλά μου χρόνια.
Θυμάμαι που με έπαιρναν μαζί τους...
Ε, όσο μπορούσαν φρόντιζαν κι αυτοί.
Με πρόσεχαν, δεν λέω, αλλά να...
Ε είναι που'θελαν κι εκείνοι να παίξουν τα δικά τους παιγνίδια,
των μεγάλων, κι εγώ ήμουν νιάνιαρο...

Έτσι που λες, ήταν κάποιες στιγμές που μ'άφηναν μόνο.
Να, όπως εκεί, πάνω από το ρέμα της Πικροδάφνης.
Θυμάμαι, που πηγαίναμε όλοι μαζί στην πάνω όχθη,
την μεγάλη...
Όχι που 'ξερα εγώ τότε τι είναι η όχθη...
Απλά τον τόπο αναγνώριζα, την εικόνα.
Κι έπειτα εκείνοι, άρχιζαν τα παιγνίδια τους,
και που ν'ακολουθήσω εγώ...

Έτσι χώνονταν εκείνοι μές το ρέμα,
κι εγώ έμενα μονάχος στα ψηλά...
Δεν θυμάμαι τι έκανα αυτές τις ώρες, μόνο εικόνες έχω από τότε.
Πάντως σίγουρα, όλο και κάποιο παιγνίδι θα είχα ανακαλύψει.
Α ξέρεις...
Εκείνη την εποχή, τα παιγνίδια δεν μας τα αγοράζανε.
Α όχι...
Το μόνο αληθινό παιγνίδι μας, ήταν η φαντασία μας.
Πάω στοίχημα φίλε μου, ότι ούτε που σου περνάει απ το μυαλό,
το τι παιγνίδια μπορείς να φτιάξεις με δυό πέτρες, ένα κλαδάκι κι ένα καντάρι φαντασία.
Βέβαια, δίκιο έχεις κι εσύ, σήμερα, μές την κονσέρβα, που να το 'βρείς το ρημάδι το κλαδάκι...
Αλλά σε παρακαλώ, μη διακόπτεις,
λέω μια ιστορία...

Έτσι που λές, θυμάμαι την εικόνα,
τα μεγάλα αδέρφια κάτω μες την κοίτη του ρέματος,
κι εγώ μονάχος πάνω, στην όχθη.
Να πω την αλήθεια, δεν με χάλαγε το μονάχος,
αυτό που με χάλασε, αν μπορώ να το πω έτσι τώρα,
είναι που μιά φορά είχα πάει μέχρι την άκρη και κοίταξα κάτω....
Καλά μιλάμε για ΤΗΝ γκρεμίλα...
Τώρα που μεγάλωσα και ξέρω από μέτρα μπορώ να σου πω ότι είναι πάνω απο είκοσι μέτρα βάθος.
Κι απότομο πολύ. Βλέπεις, ήταν που ρίχναν τα μπάζα εκεί...
Ναί ρε φίλε, απο τότε είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν τούτη την κονσέρβα.
Αλλά σε παρακαλώ, μη διακόπτεις,
λέω μια ιστορία...

Βέβαια απότομο μπορεί να ήταν, αλλά είχε ήδη ένα μονοπάτι.
Ήταν ένα φιδογυριστό, ελικοειδές κι επικίνδυνο -όπως το βλέπω τώρα- μέχρι εκεί που δε πάει ο νούς σου.
Το είχαν φτιάξει οι άλλοι, οι πιό μεγάλοι,
κι εγώ τους έβλεπα από πάνω, από την άκρη του γκρεμού...
Τους έβλεπα να κατεβαίνουν,
να τρέχουν μέσα στο ποτάμι,
να χοροπηδούν πάνω στις πέτρες που εξείχαν απ το νερό.
Να παίζουν παιγνίδια, που για μένα ήταν ακατανόητα τελείως.
Δεν θυμάμαι τις σκέψεις μου, μόνο την εικόνα.
Μια εικόνα ήταν εκεί κάτω τα αδέρφια μου.
Εκείνοι οι δυό μεγάλοι του κόσμου μου,
είχαν μετατραπεί σε δυό μικροσκοπικές φιγούρες εκεί κάτω...
Δεν ξέρω, απο την μιά με τρόμαζε, απ'την άλλη όμως με γοήτευε...
Ναί με γοήτευε να είμαι εγώ ο μεγάλος κι εκείνοι, τόσο μικροσκοπικοί...

Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο.
Το παράπονο...
Γιατί εγώ να ζώ σε άλλο κόσμο ε?
Εκείνοι βρισκόντουσαν εκεί κάτω, στον κόσμο τον δικό τους,
ο οποίος μου φαινόταν κι ωραίος, κι εγώ εδώ....γιατί ε?
Γιατί να μην τον ζώ κι εγώ αυτόν τον κόσμο?
Γιατί να μην είμαι μέρος του κόσμου τους ε?

Μη με ρωτήσεις ποιά ήταν η σκέψη που με οδήγησε να κουτρουβαλώ στην απόκρυμνη πλαγιά...
Μια εικόνα ήταν, ή ένα συναίσθημα.
Εγώ το μόνο που θυμάμαι είναι το σούρσιμο, το κουτρουβάλημα,
και τα κοπανήματα πάνω σε πέτρες, τσιμέντα και παλιά μπετοσίδερα...
Και το τέλος της πορείας, να με βρίσκει κωλοκαθισμένο μες την κοίτη....
Λοιπόν, άν νομίζεις ότι τρομοκρατήθηκα από την κουτρουβάλα κάνεις μεγάλο λάθος.
Μη την είχα ξανακατέβει για να ξέρω πως είναι το νορμάλ?
Όχι βέβαια, πρώτη φορά κατέβαινα, οπότε μάλλον κάπως έτσι θα κατεβαίνουν...
Άλλο ήταν που με τρομοκράτησε.
Και με τσάντισε...
Τα αδέρφια μου δεν ήταν εκεί!

Που στο διάολο είχαν πάει ρε γαμώτο? (όπως λέω τώρα)
Εγώ είχα κατέβει για να είμαι στον κόσμο τους και να σου πάλι μόνος...
Κι όχι μόνο, αλλά να μην ξέρω που είμαι και πως να γυρίσω πίσω...

Ξέρεις, τα νεογένητα, δεν ξέρουν να μιλούν. (άσχετο)
Οπότε όταν χρειάζονται κάτι, φαγητό άς πούμε,
αρχίζουν να κινούν χεράκια, ποδαράκια κι άλλα, μέχρι να λυθεί το πρόβλημα τους.
Κι αφού βλέπουν ότι δέν λύνεται, τότε πέφτουν σε μιά κατάσταση απόγνωσης.
Εκεί ο ανθρώπινος οργανισμός, έχει ένα μηχανισμό που λύνει το πρόβλημα.
Το κλάμα. Κλαίει το μωράκι κι εμφανίζεται η μαμά ώς απο μηχανής θεός...
Δίνει η μαμά το βυζάκι...ουπς δεν έπρεπε να το πω αυτό...
Συγνώμη, πάμε ξανά...
Δίνει η μαμά το ζυζάκι, πίνει γάλα το μωράκι, γεμίζει η κοιλίτσα και πάπαλα το κλάμα....
Και σου σκάει μετά κι ένα χαμόγελο και σε κάνει να λειώνεις σαν σοκολάτα στον ήλιο...
Βέβαια, αργότερα το μωράκι θα γίνει παιδάκι και θα αρχίσει να μιλάει.
Και θα λέει "μαμ" αντί να κλαίει.
Ε ναί μωρέ αλλά, πάντα θα υπάρχουν στιγμές απόγνωσης και πάντα η λύση θα είναι μία.
(όχι ότι πάντα εμφανίζεται ο από μηχανής θεός ε?)

Έτσι που λές κι εγώ, κωλοκαθισμένος μές το ρέμα, μόνος κι απεγνωσμένος,
άρχισα κλαίγοντας να επικαλούμε όλους τους από μηχανής θεούς του κόσμου...
Ναί ρε έκλαιγα εννοώ...
Ορίστε?
Όχι ρε δε ντρεπόμουνα να κλαίω κοτζάμαν τεσσάρων χρονών άντρακλας!
Θα βγάλεις τώρα τον σκασμό?
Δεν ξέρω άν το κατάλαβες, αλλά λέω μιά ιστορία...

Κι έτσι λοιπόν που λες, έκλαψα κι έκλαψα πολύ...
Και ξανάκλαψα και με λυγμούς και με αναφιλητά και με όλους τους τρόπους.
Και μετά ξανάρχισα να κλαίω κι ακόμη πιό γοερά.
Και ξέρεις γιατί?
Γιατί αισθάνθηκα προδωμένος. Πολύ προδωμένος...
Διότι ο από μηχανής θεός μου δεν ειχε εμφανιστεί...

Κάποια στιγμή όμως διέκοψα.
Δεν ξέρω γιατί,
φαντάζομαι ότι μάλλον θα διαπίστωσα το μάταιο της επικλήσεως μου...
Και κοίτα να δείς, μόλις τέλειωσε το κλάμα, ήταν σαν να βγήκε ο ήλιος μετά την βροχή.
Τελικά ξέρεις, δεν ήταν τόσο άσχημα εδώ...
Εντάξει μπορεί να ήμουν μόνος, αλλά ήταν πολύ γουάου μέρος...
Κοίτα το νερό που κυλάει... χαχαχα
Κοίτα τα βατράχια που χοροπηδούν!
Να... με καλούν να τα κυνηγήσω!!!
Πω πω κοίτα τις πεταλούδες!!!
Κοίτα χρώματα, κοίτα τις πως πετούν!!!
Και τα χορτάρια απέναντι... καταπράσινος ετούτος δω ο κόσμος!!!
Και τα ευκάλυπτα...μα τι τεράστια που είναι...κοίτα!!!
Κι εκείνον τον γαιδαράκο δεμένο από κάτω...χαχα τι φοβερό ζώο είναι αυτό!!!
Ειιι κοιτάτε έναν κόσμο που ανακάλυψα!!!

Μήπως χρειάζεται να σου πω ότι μετά χάθηκα εξερευνόντας το ρέμα της Πικροδάφνης, που ξεκινάει απο τις πλαγιές του Υμητού και εκβάλει στο Φάληρο?

Τελικά, όσο έκλαιγα ήμουν τουλάχιστον ασφαλής ε?
Ενώ όταν ηρέμησα με πήρε ο διάολος ε?
Τελικά τι να ήταν καλύτερα,
να μείνω και να κλαίω μέχρι να με βρούν, η να ηρεμήσω και να χαθώ?

Ναί ρε, ξέρω...
Ναι ρε κακοήθη, σε 'σένα μιλάω, σε εσένα που απ' την αρχή, όλο με διακόπτεις.!
Το καλύτερο θα ήταν να με προσέχει η μάνα μου θα πείς ε?

Αλλά ξέρεις κάτι ρε φίλε?
Αυτό το ρέμα, ήταν μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από το σπίτι μου.
Δεν ήταν καμιά απόσταση, αλλά για μένα ήταν μεγάλη...
Κι άν με πρόσεχε η μάνα μου όπως λές,
τότε εγώ θα είχα χάσει το πρώτο ταξίδι της ζωής μου.



Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-08-2006