Γέλαγες μάνα και συ δεν γέλαγες ποτέ ...ε

Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ

Καλό Σαββατοκύριακο φίλοι μου, μεγάλη η γραφή, μα πως να περιορίσεις τα βιώματα, σας ευχαριστώ πάντα όλους, βάλσαμο τα λόγια σας.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κείνες τις μέρες που θέριεύαν οι φραγκοσυκιές στ` άσπρα πεζούλια.
Κι` ήταν οι βούρκοι πολλοί, να κυλιστούν τα πλαδαρά γουρούνια.
Κι` ένα τσίγκινο πιάτο χυλός, ήταν η ευτυχία του κόσμου.
Σαν έβγαιναν τα φίδια στις ξέρες κι` ακουγόταν στα ουράνια το σούρσιμο.
Κείνες τις μέρες, πατούσαμε ξυπόλητα το αδειανό τους πουκάμισο.
Μυρίζοντας στο χαρτί τα γλυκά τα γράμματα.
Κι` ούρλιαζαν οι λύκοι να σκεπάσουν τις μικρές φωνές του ανθρώπου.
Ένα κυκλάμινο στη σχισμή, έψαχνε μια σταγόνα νερό, μια αχτίδα φως.
να ομορφύνει τα χέρια του παιδιού, που μετρούσε τ` άστρα.
Κείνες τις μέρες τα κρίνα της Λαμπρής ήταν το Αναστάσιμο φουστάνι.
Σαν έβγαιναν οι γυμνοσάλιαγκες στις μάντρες να κλέψουν την πέτρα
που εμείς είχαμε μαξιλάρι.
Σαν διαβάζαμε τον κόσμο, στης μάνας μας το αφίλητο πρόσωπο.
Έχοντας πάντα την ίδια δίψα για ένα χάδι, από το ξεραμένο της χέρι.,
χαμένο στα αποπλύματα του αφέντη, ολάκερο.
Προσμένοντας τις καραμέλες τις Αμερικάνικης πρόνοιας, που ποτέ
δεν ήρθαν κι` όλο πετούσε, πετούσε η μάνα, τις βρωμερές κάψουλες
με το μουρουνέλαιο της συμπόνιας.
Στο βουνό ψηλά ένα θαμπό καντήλι, μιλούσε στο δημιουργό
για της ζωής, πεταμένα παιδιά του!!
Μια φέτα ψωμί με ζάχαρη, κολλημένη στα τρυφερά μας δάχτυλα.
Κι` η εξουσία να δείχνει τα σουβλερά της δόντια!
το σάπιο μιαρό πρόσωπο της.
Κείνες τις μέρες που τα ξυλοκέρατα, τα τρώγαν οι άνθρωποι,
κι` όλης της γης τα ραπίσματα.
Τα θεριά βγήκαν στις πόλεις, να τρυγήσουν, άγουρες, τριανταφυλλένιες σάρκες.
Βάλαμε ασπίδα τα δυο χέρια, για το δικαίωμα
να ζούμε όρθιοι.
Κείνες τις μέρες, πυρωμένη σφραγίδα σημάδευε τις ψυχές
που έψαχναν , το φως της αγάπης.
Όταν τα τσακάλια ψάχναν τροφή, στα χειμαδιά, των φτωχών της αβύσσου.
Κι αλυσίδες βουνά αλυσοδέναν τα ίσια βήματα μας.
Κείνες τις μέρες, το τραγούδι της μάνας,
ένα μόνο τραγούδι!
Ζέσταινε την παγωνιά των ψυχών μας.
Μέρωνε τα σημάδια από τα λουριά, όλων των εξουσιών!!
που και την μάνα κλαδέψανε.
Σαν δεν τους έφτανε ο πικρός μόχθος, τσάκισαν και την αγάπη.
Κείνες τις μέρες, η μάνα τραγουδούσε.
-----Βλέπεις εκείνο το βουνό που` ναι ψηλά από τ` άλλα.
Γέλαγες μάνα, και συ ποτέ, δεν γέλαγες
Τις ξέρουμε πια τις εξουσίες, ακριβή μου.
Εδω ψηλά στην αετοφωλιά δεν θα φτάσουν ποτέ!
Μια χαρακιά, σημάδι, γραμμένο με ατσάλινα γράμματα

Στην τρίχρονη κουκλίτσα τη Λυν από τη Συρία.

22-8-2020
Αδαμοπούλου Γεωργία..`

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-08-2020