Το ριχτιμιό

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Άσπρα βαμμένα τα σπιτάκια,
μπασιές στενές, στριφτά δρομάκια.
Στο φόντο, θάλασσα γαλάζια
γνώμες γυρίζει, μύρια νάζια.

Μ’ ανέσεια, τη θωριά αλλάζει,
σαν αρχαρίζει να βραδιάζει,
ο ήλιος που τραβά στη δύση,
με την πορφύρα θα τη ντύσει.

Οι θωριακές οι ψαροπούλες,
χαρά του μώλου, γυφτοπούλες,
χορτάτες κούρσος επιστρέφουν,
ξυπόλητα παιδιά τους γνέφουν.

Τα ψάρια βγαίνουν στο μεζάτι,
με το κιλό, με το κομμάτι,
άντρες μελαχρινοί πουλάνε,
της μέρας, νέα, σαν ρουφάνε.

Νοικοκυράδες με μαντίλια,
χρωματιστά, και με φαμίλια,
στο στριμωξίδι ν' αγοράσουν,
ταχιά, στο σπιτικό να φτάσουν.

Χρήμα, με τσιγκουνιά ξοδεύουν,
κι όσο τα ρέστα τους γυρεύουν,
αρχίζουν να κουτσομπολέβουν,
μ' αυτές, που ξεύρουν να ροέβουν.

Αγόρια, σ’ άψης τη θητεία,
πετάνε πρόστυχα αστεία,
σε τσούπες που με κάποια δείλια
σουφρώνουν τα βαμμένα χείλια.

Λιτό γλαρί που ‘χει κουράγιο,
μια βόλτα φέρνει το μουράγιο,
τον τρόπο ψάχνει για ν' αρπάξει,
κάποιο χαμψί, προτού λουφάξει.

Στο καπηλειό, πιγκέρνης διώχνει
σκύλο που πείνα τον στριμώχνει,
στις δέστρες τρίβονται οι γάτες,
και ρουθουνίζουνε χορτάτες.

Τάβλι, στον καφενέ, παπάδες
παίζουν με ναυτικούς, ζορμπάδες,
γέροι, αλλάζουν σκόρπια λόγια
και ξεκοκκίζουν κομπολόγια.

Τριγύρω σύγκαιρα μιλάνε,
τις συζητήσεις ξεπετάνε,
κι όπως φυσά απ' το μπουγάζι
ο μπάτης μυρωδιές αρπάζει.

Καθώς χωρίζουν, και αδειάζει,
το ριχτιμιό, θωριά αλλάζει.
Ορφανεμένα τα καϊκάκια,
φώτα ανάβουν στα κονάκια.

Τα πάντα, θέατρο μου μοιάζουν
σε παλκοσένικο ταιριάζουν,
μια φάρσα με πλοκή, τυχαία
τους λείπει μόνον η αυλαία.

Μ' αυτή να πέσει δεν θ' αργήσει
της μέρας ο σφυγμός θα σβήσει.
Αστριά, με τη νυχτιά, θ' ανάψουν,
το σκηνικό της θα ξεβάψουν.

Θα μείνουν μόνον οι φιγούρες,
απ' τα σπιτάκια, σημαδούρες,
μιας πόλης, που την άλλη μέρα,
θα παίξει μ' ιδιανή μανιέρα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-08-2020